Παιδιά που διαγιγνώσκονται με διαβήτη τύπου 1 διατρέχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων προβλημάτων ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών της διάθεσης και του άγχους. Αυτό έδειξε μελέτη που διεξήγαγαν ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Τσεχία και η οποία δημοσιεύτηκε την περασμένη Τετάρτη στο επιστημονικό περιοδικό Nature Mental Health.
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία. Πρόκειται για διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών με αποτέλεσμα την σχετική ή την απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης. Στον διαβήτη τύπου 1 ο οργανισμός δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη. Όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της η φιλανθρωπική οργάνωση JDRF, υπάρχουν 8,7 εκατομμύρια άνθρωποι με διαβήτη τύπου 1 σε όλον τον κόσμο. Πρόκειται για μια χρόνια, απειλητική για την ζωή πάθηση, η διάγνωσή της γίνεται συνήθως στην παιδική ηλικία και έχει διά βίου αρνητικές επιπτώσεις.
Η βάσανος των
χρόνιων νοσημάτων
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα προβλήματα ψυχικής υγείας στην μετέπειτα ζωή μπορεί να εδράζονται στο ότι τα παιδιά με διαβήτη τύπου 1 υποχρεώνονται να κάνουν σημαντικές αλλαγές στη ζωή τους. Αναγκάζονται να προσέχουν συνέχεια τι τρώνε, να ελέγχουν τακτικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και να κάνουν ενέσεις ινσουλίνης (επειδή το πάγκρεάς τους δεν την παράγει πλέον). Αυτό κάνει συχνά αυτά τα παιδιά να νιώθουν αποκλεισμένα από κοινωνικές εκδηλώσεις και αποκομμένα από παρέες συνομηλίκων, δασκάλους, ακόμη και μέλη της οικογένειάς τους. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι χρόνιες ασθένειες δεν είναι οριστικώς ιάσιμες αλλά «διαχειρίσιμες» με αποτέλεσμα να καταβάλλουν ψυχολογικά τον ασθενή στο πέρασμα των ετών. Η αρχική διάθεσή του να γίνει καλά ή η έμφυτη αισιοδοξία, αν είναι παιδί, μετατρέπεται σε αίσθημα ματαιότητας. Τα σκαμπανεβάσματα μεταξύ αισιοδοξίας και πλήρους απογοήτευσης είναι όλο και πιο συχνά.
Ο ασθενής αναζητεί ματαίως το νόημα στην ρουτίνα της ταλαιπωρίας που υφίσταται για να παραμένει υγιής μέσα από διαρκείς ιατρικές επισκέψεις, εξετάσεις και θεραπείες – ορισμένες επώδυνες –, συστάσεις για συγκεκριμένη διατροφή και τρόπο ζωής ώστε η κατάστασή του να είναι «ρυθμισμένη» και «ελεγχόμενη». Κάποιοι δεν το βάζουν κάτω παρά τις όποιες αλλαγές διάθεσης, κάποιοι άλλοι λυγίζουν και βυθίζονται σε χρόνια δυσαρέσκεια που μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη και άλλα ψυχικά νοσήματα.
Τι έδειξε η έρευνα
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που διαγνώστηκαν με διαβήτη τύπου 1 – σε σύγκριση με παιδιά που δεν νοσούν – είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν διαταραχές της διάθεσης (καταθλιπτικές και διπολικές) και άνω του 50% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν αγχώδη διαταραχή. Είχαν επίσης τετραπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν σύνδρομα συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης της διατροφικής διαταραχής και της διαταραχής ύπνου. Αντιθέτως, τα παιδιά με διαβήτη τύπου 1 είχαν πολύ μικρότερο κίνδυνο να αναπτύξουν ψυχωσικές διαταραχές, όπως η σχιζοφρένεια – σχεδόν τον μισό κίνδυνο σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους. Τα ευρήματα της έρευνας υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη παρακολούθησης και υποστήριξης της ψυχικής υγείας των νέων που έχουν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 1. Συμφωνούν, δε, με τα αποτελέσματα από δύο άλλες μελέτες εθνικών μητρώων στη Σουηδία και στη Δανία, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα αποτελέσματα είναι πιθανό να ισχύουν και σε άλλες χώρες.
Η σημασία της πρόληψης
Η ομάδα χρησιμοποίησε μια στατιστική τεχνική γνωστή ως Μεντελιανή Τυχαιοποίηση (Mendelian Randomization) για να διερευνήσει τις αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ του διαβήτη τύπου 1 και διάφορων ψυχιατρικών διαταραχών. Για την εκπόνηση της μελέτης στράφηκε σε δεδομένα από το εθνικό μητρώο της Τσεχικής Δημοκρατίας (περισσότερα από 4.500 παιδιά με διαβήτη τύπου 1) και από ευρωπαϊκές μελέτες DNA ευρείας κλίμακας. Ελάχιστα ήταν όμως τα στοιχεία που θα υποστήριζαν έναν κοινό υποκείμενο βιολογικό μηχανισμό, όπως η επίδραση που μπορούν να έχουν οι διαταραχές των επιπέδων σακχάρου στο αίμα στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο των εφήβων.
Αυτό ακριβώς «υπογραμμίζει τη σημασία της πρόληψης και της διαρκούς προσοχής στις ανάγκες ψυχικής υγείας των παιδιών και των νέων με διαβήτη τύπου 1», λέει ο Τόμας Φορμάνεκ, διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και στο Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας στην Τσεχία. Και αυτό γιατί «αν και διαπιστώσαμε μια ανησυχητική αύξηση του κινδύνου εμφάνισης προβλημάτων ψυχικής υγείας μεταξύ των ατόμων που ζουν με διαβήτη τύπου 1, η μελέτη μας – και άλλες πριν από αυτήν – υποδηλώνει ότι αυτό είναι απίθανο να είναι αποτέλεσμα κοινών βιολογικών μηχανισμών».
Ο δρ Μπέντζαμιν Πέρι από το Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ σημειώνει από την πλευρά του ότι είναι γνωστό ότι ο διαβήτης τύπου 1 μπορεί να συνοδεύεται από τη διαβητική δυσφορία. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ακραίο θυμό, ματαίωση και αισθήματα απομόνωσης που οδηγούν με την σειρά τους σε εξουθένωση, απελπισία και αίσθημα έλλειψης ελέγχου. «Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι τα παιδιά αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης προβλημάτων ψυχικής υγείας που εκτείνονται στην ενήλικη ζωή τους» τονίζει.
Τέλος, ο καθηγητής Πίτερ Τζόουνς, επίσης από το Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, εξηγεί ότι τα ευρήματα της εν λόγω έρευνας υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη να υποστηριχθούν τα παιδιά που έχουν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 1. Και ως εκ τούτου ζητεί να δίνεται προσοχή στα σημάδια προβλημάτων ψυχικής υγείας και να προσφέρεται έγκαιρη, εξειδικευμένη βοήθεια. «Έτσι, αυτά τα παιδιά θα μπορέσουν να βοηθηθούν νωρίς προτού τα προβλήματα ριζώσουν» καταλήγει.
ΠΗΓΗ: ΙΝ/Ιωάννα Κουμπαρέλη