Με την αρχιτεκτονική ασφαλείας δεκαετιών να ανατρέπεται, τις παραδοσιακές συμμαχίες να αμφισβητούνται και τις ΗΠΑ να έχουν κηρύξει εμπορικό πόλεμο, η Ευρώπη μοιάζει κολλημένη με την πλάτη στον τοίχο. Κάποιοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι η νέα αυτή κρίση – η οποία χτυπάει την πόρτα μας ύστερα από μία πρωτοφανή πανδημία και ένα ενεργειακό κραχ – μπορεί να λειτουργήσει ως ευκαιρία για την τόνωση της δοκιμαζόμενης βιομηχανικής παραγωγής και την ανάπτυξη.
Το αφήγημα της αναπτυξιακής ώθησης έχει βάση. Αλλά τα οφέλη για το ΑΕΠ δεν θα είναι τόσο άμεσα όσο κάποιοι ελπίζουν, ενώ η έκτασή τους εξαρτάται από σειρά προϋποθέσεων, προειδοποιούν Capital Economics και DBRS σε ξεχωριστά reports τους. Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες μπορούν πράγματι να στηρίξουν την παραγωγική ικανότητα των ευρωπαϊκών, αλλά αυτό θα συμβεί σε ορίζοντα πολλών ετών ή ακόμη και δεκαετιών.
«Οι αυξανόμενες γεωπολιτικές απειλές και η απόσυρση της στρατιωτικής υποστήριξης των ΗΠΑ από τους παραδοσιακούς συμμάχους τους είναι μεταξύ των παραγόντων που ασκούν πίεση στις χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Μια λογική υπόθεση είναι ότι οι περισσότερες χώρες θα αυξήσουν τις ετήσιες αμυντικές τους δαπάνες μεταξύ 0,5% και 1,5% του ΑΕΠ», αναφέρει η CE.
4 αστερίσκοι
Ωστόσο, διάφοροι παράγοντες μπορεί να περιορίσουν το μέγεθος οποιασδήποτε ενίσχυσης στην πράξη. Οι αναλυτές της CE προσδιορίζουν τους ακόλουθους 4 ως τους πλέον σημαντικούς.
Πρώτον, μπορεί να χρειαστούν αρκετά χρόνια για να φτάσουν στο νέο επίπεδο δαπανών.
Δεύτερον, με τα δημόσια χρέη να είναι ήδη σε υψηλά επίπεδα, δεν θα χρηματοδοτηθούν όλες οι επιπλέον δαπάνες από υψηλότερο δανεισμό. Έτσι, θα υπάρξει αντιστάθμιση της ζήτησης από αυξήσεις φόρων ή άλλες περικοπές δαπανών. Και στο βαθμό που ο δανεισμός αυξάνεται, υπάρχει κίνδυνος για τις πιο υπερχρεωμένες χώρες.
Τρίτον, μέρος του επιπλέον αμυντικού προϋπολογισμού θα δαπανηθεί για εισαγωγές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα μέχρι να αυξηθεί η εγχώρια ικανότητα. Αυτό σημαίνει ότι μέρος του οφέλους από τις υψηλότερες δαπάνες θα προκύψει σε άλλες χώρες.
Τέταρτον, εάν δεν υπάρχει μεγάλη πλεονάζουσα χωρητικότητα, τότε οι υψηλότερες δαπάνες θα οδηγήσουν σε υψηλότερο πληθωρισμό, αντί για παραγωγή, και αυστηρότερη νομισματική πολιτική.
Ο αντίκτυπος μιας αύξησης των αμυντικών δαπανών θα ποικίλλει ανά χώρα ανάλογα με αυτούς τους παράγοντες. Αλλά μία εύλογη υπόθεση είναι ότι ο δανεισμός για την αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 1% του ΑΕΠ θα ενισχύσει το ΑΕΠ κατά περίπου 0,5%.
Οι δαπάνες για την άμυνα δεν κάνουν άμεσα την οικονομία πιο παραγωγική, ενώ μπορούν να εκτρέψουν τους πόρους μακριά από τομείς που ενισχύουν την παραγωγικότητα (για παράδειγμα τις επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη). Από την άλλο το μεγαλύτερο κίνητρο για στρατιωτικές προμήθειες μπορεί να ενθαρρύνει τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα σε έρευνα και ανάπτυξη.
«Οι χώρες είναι πιο πιθανό να δουν μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από τις αμυντικές δαπάνες εάν ένα σημαντικό μερίδιο των δαπανών διατεθεί για Ε&Α. Εάν οι στρατιωτικές προμήθειες επεκτείνονται σε καινοτόμες εταιρείες και εάν εκμεταλλεύονται οικονομίες κλίμακας για να δημιουργήσουν αποτελεσματικότητα στις αμυντικές δαπάνες, τότε προσφέρουν ουσιαστικό στήριγμα», σημειώνει η CE.
Οι ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες φουλάρουν τις μηχανές
Από την πλευρά της η Morningstar DBRS υπολογίζει ότι στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο θα τεθεί και επισήμως από τα μέλη της Συμμαχίας στόχος για αύξηση των αμυντικών δαπανών πάνω από 2% του ΑΕΠ. Αν ο πήχυς τεθεί στο 3%, οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ θα χρειαστεί να δαπανήσουν επιπλέον 176 δισ. ευρώ ετησίως. To 2024 οι δαπάνες τους είχαν ανέλθει στα 326 δισ. ευρώ.
screenshot_2025-03-14_073916.png
Ο οίκος θυμίζει πως oι ευρωπαϊκές χώρες παραδοσιακά στηρίζονται για μεγάλο μέρος του στρατιωτικού τους εξοπλισμού στις αμερικανικές αμυντικές βιομηχανίες. Δίνεται λοιπόν τώρα μια ευκαιρία για την ανάκαμψη των δικών τους βιομηχανιών.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (Institut de Relations Internationales et Stratégiques), από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έως τα μέσα του 2023, περίπου το 78% των δαπανών στρατιωτικών προμηθειών της Ευρώπης πραγματοποιήθηκε εκτός ΕΕ, με τις ΗΠΑ να αντιπροσωπεύουν το 63% αυτού του ποσοστού.
Στο μέλλον, οι ευρωπαϊκές χώρες είναι πιθανό να επικεντρώσουν τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες τους σε εξοπλισμό made in Europe. Πέρα από τα οικονομικά οφέλη για την ήπειρο, αυτό περιορίζει την εξάρτηση από τις αμερικανικές άδειες εξαγωγής για τη μεταβίβαση οπλικών συστημάτων σε τρίτες χώρες, ενώ με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε επίσης να μειώσει την εξάρτηση από το λογισμικό ή τα ανταλλακτικά που ελέγχονται από τις ΗΠΑ.
Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι οι ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες θα είναι σε ισχυρή θέση να συνεχίσουν την ανάπτυξή τους μετά την πανδημία και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία – γεγονότα που έχουν ήδη αυξήσει τα έσοδά τους κατά περίπου 30% την τελευταία πενταετία, όπως υπολογίζει ο καναδικός οίκος.
Στις 12 Μαρτίου, η Rheinmetall ανακοίνωσε τις προβλέψεις της για το 2025, αναμένοντας αύξηση πωλήσεων μεταξύ 25% και 30%. Το 2024, η εταιρεία σημείωσε είδε τα έσοδά της να ενισχύονται κατά 36%, φτάνοντας σχεδόν τα 10 δισ. ευρώ.
Ομοίως στις 11 Μαρτίου, η Leonardo δήλωσε ότι τα έσοδά της θα μπορούσαν να φτάσουν τα 19 δισ. ευρώ το 2025, έναντι λιγότερα από 18 δισ. ευρώ το 2024, με τις πωλήσεις να ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 24 δισ. ευρώ έως το 2029.
Η BAE Systems προβλέπει ενίσχυση εσόδων 7%-9% το 2025, ενώ η Thales αναμένει ρυθμούς αύξησης 5%-6%, οδηγώντας τις πωλήσεις περίπου στα 36 δισ. ευρώ και 22 δισ. ευρώ αντίστοιχα.