Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν περιορίζονται μόνο στη θεραπεία της κατάθλιψης, καθώς χρησιμοποιούνται επίσης για την αντιμετώπιση άλλων ψυχικών καταστάσεων, όπως η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή. Αυτή η διαταραχή, η οποία επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανησυχία για καθημερινά ζητήματα. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα για το πόσο αποτελεσματικά είναι τα αντικαταθλιπτικά στη μακροχρόνια θεραπεία των συμπτωμάτων αυτής της διαταραχής.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στη βάση δεδομένων Cochrane Database of Systematic Reviews δείχνει ότι τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα μειώνουν αποτελεσματικά τα συμπτώματα της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, υπό συνθήκες πειραματικής εφαρμογής. Παρ’ όλα αυτά, η έρευνα αναγνωρίζει ότι τα δεδομένα για τη μακροχρόνια χρήση των φαρμάκων είναι περιορισμένα. «Η έρευνά μας δείχνει ότι τα αντικαταθλιπτικά είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της διαταραχής, τουλάχιστον στις συνθήκες που παρατηρήθηκαν στις κλινικές δοκιμές», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Giuseppe Guaiana, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής στη Σχολή Ιατρικής και Οδοντιατρικής Schulich του Πανεπιστημίου Western και επικεφαλής της Ψυχιατρικής στο Γενικό Νοσοκομείο St Thomas Elgin.
Για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, χρησιμοποιούνται συνήθως οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) και οι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης-νορεπινεφρίνης (SNRIs), θεραπείες που συνιστώνται από πολλούς φορείς, ανάμεσά τους και το Εθνικό Ινστιτούτο για την Υγεία και την Αριστεία στη Φροντίδα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η ανασκόπηση ανέλυσε 37 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες με περισσότερους από 12.000 συμμετέχοντες, οι οποίες σύγκριναν τη χρήση των αντικαταθλιπτικών με αυτή ενός εικονικού φαρμάκου. Οι περισσότερες δοκιμές διεξήχθησαν κυρίως σε χώρες υψηλού εισοδήματος, όπως οι ΗΠΑ και χώρες της Ευρώπης, με τη συμμετοχή ενηλίκων και από τα δύο φύλα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γυναίκες υπερτερούσαν ελαφρώς των αντρών, (~60%), γεγονός που αντικατοπτρίζει τον κλινικό επιπολασμό της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής.
Όπως διαπιστώθηκε, τα αντικαταθλιπτικά ήταν πιο αποτελεσματικά από το εικονικό φάρμακο στη μείωση των συμπτωμάτων άγχους, με 41% υψηλότερο ποσοστό ανταπόκρισης μεταξύ εκείνων που έλαβαν τα φάρμακα σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Τα φάρμακα, μάλιστα, ήταν καλά ανεκτά από τους συμμετέχοντες, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις μικρές διαφορές στα ποσοστά εγκατάλειψης μεταξύ εκείνων που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά και εκείνων που λάμβαναν το εικονικό φάρμακο.
Έλλειψη δεδομένων
για μακροχρόνια χρήση
Η ανασκόπηση υπογραμμίζει επίσης την έλλειψη δεδομένων σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των αντικαταθλιπτικών. Οι περισσότερες δοκιμές που συμπεριλήφθηκαν διήρκεσαν από τέσσερις έως 12 εβδομάδες, χωρίς περαιτέρω παρακολούθηση.
«Για τα άτομα με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή και χωρίς άλλες παθήσεις, έχουμε καλές αποδείξεις ότι τα αντικαταθλιπτικά οδηγούν σε κλινικά σημαντικές βελτιώσεις σε διάστημα ενός έως τριών μηνών σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Παρόλα αυτά, δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για να υποστηρίξουμε πόσο αποτελεσματικά θα μπορούσαν να είναι σε ασθενείς με παράλληλα με άλλες ψυχικές παθήσεις, κάτι που είναι πολύ πιο συνηθισμένο στην κλινική πρακτική. Οι περισσότεροι ασθενείς που παρακολουθώ έχουν και άλλες καταστάσεις ψυχικής υγείας, οπότε οι μελλοντικές δοκιμές θα πρέπει να διερευνήσουν τις επιδράσεις των διαφορετικών στρατηγικών θεραπείας σε ασθενείς με σύνθετες ψυχολογικές συνθήκες» σημειώνει ο Δρ. Guaiana.
Παρά τους περιορισμούς αυτούς, η ανασκόπηση στέλνει ένα σαφές μήνυμα: τα αντικαταθλιπτικά είναι αποτελεσματικά για τη διαχείριση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής, ιδίως για τους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται καλά στις μη φαρμακευτικές θεραπείες. Ωστόσο, απαιτούνται περισσότερες μακροπρόθεσμες έρευνες για να κατανοηθεί ο πλήρης αντίκτυπός τους, ιδίως σε ασθενείς με πολλαπλές παθήσεις. «Δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες σχετικά με τα πιθανά μακροπρόθεσμα οφέλη και τις βλάβες των αντικαταθλιπτικών, παρόλο που οι άνθρωποι συχνά τα λαμβάνουν για χρόνια», αναφέρει η πρώτη συγγραφέας Δρ. Katarina Kopcalic, η οποία διεξήγαγε την ανασκόπηση στο Πανεπιστήμιο Western. «Αυτός είναι ένας τομέας που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση σε μελλοντικές δοκιμές» καταλήγει.
ygeiamou.gr