Economy
ΕΚΤ: Ασυμφωνία για τις επιπτώσεις της μείωσης των επιτοκίων
ΕΚΤ: Ασυμφωνία για τις επιπτώσεις της μείωσης των επιτοκίων

Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συμφωνούν ότι χρειάζονται χαμηλότερα επιτόκια για να τονωθεί η κλονισμένη οικονομία της περιοχής. Το πόσο μπορούν να βοηθήσουν πραγματικά, ωστόσο, αμφισβητείται έντονα.

Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προτρέπουν για ταχείες μειώσεις ώστε να ενθαρρυνθούν οι καταναλωτές να ξοδέψουν και οι επιχειρήσεις να επενδύσουν. Άλλοι είναι πιο επιφυλακτικοί, θεωρώντας ότι οι προκλήσεις, όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος και η έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων, είναι πέρα από τις αρμοδιότητες της νομισματικής πολιτικής.

Το ποιος θα επικρατήσει θα συμβάλει στον καθορισμό της λήξης της εκστρατείας χαλάρωσης της ΕΚΤ, η οποία πρόκειται πιθανώς να προβεί σε τέταρτη μείωση του επιτοκίου καταθέσεων κατά ένα τέταρτο της μονάδας στην επόμενη συνεδρίασή της. Με τον πληθωρισμό να έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό, οι επενδυτές στοιχηματίζουν ότι οι κινήσεις αυτές θα οδηγήσουν το επόμενο έτος το κόστος δανεισμού σε επίπεδα που είναι πιθανό να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα.

«Οι απόψεις στο Διοικητικό Συμβούλιο διαφέρουν ως προς το πόσο η τρέχουσα οικονομική αδυναμία είναι κυκλική και πόσο διαρθρωτική», δήλωσε ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg. «Αυτή η συζήτηση θα είναι κρίσιμη για να αποφασιστεί αν τα επιτόκια θα μειωθούν κάτω από το ουδέτερο επίπεδο ή όχι. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα μείγμα και των δύο, πράγμα που σημαίνει ότι η ΕΚΤ πρέπει να παίξει τον ρόλο της. Αλλά οι μειώσεις των επιτοκίων δεν θα είναι πανάκεια για την οικονομία».

Ενώ η ανάπτυξη στο μπλοκ των 20 χωρών επιταχύνθηκε απροσδόκητα το γ’ τρίμηνο, τα πρόσφατα στοιχεία σηματοδοτούν μια εξασθένηση. Οι αντίξοοι άνεμοι, επίσης, ενισχύονται – από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ και τους εμπορικούς δασμούς που μπορεί να ακολουθήσουν, μέχρι τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.

Στο εσωτερικό της χώρας, η βαριά βιομηχανία της Γερμανίας αντιμετωπίζει ήδη ένα δεύτερο συνεχόμενο έτος συρρίκνωσης, καθώς και πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο. Εν τω μεταξύ, η Γαλλία – η νούμερο 2 οικονομία της ευρωζώνης – υφίσταται τη δική της πολιτική και δημοσιονομική αναταραχή.

Σε ένα τέτοιο σκηνικό, η μείωση των επιτοκίων έχει προφανή πλεονεκτήματα: Η συρρίκνωση του κόστους των επιτοκίων και η μείωση της ελκυστικότητας των αποταμιεύσεων θα πρέπει να τονώσει την ιδιωτική κατανάλωση που μόλις αρχίζει να δείχνει σημάδια ανάκαμψης.

Η φθηνότερη πίστωση θα μπορούσε επίσης να ωθήσει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν, δη τους κατασκευαστές κατοικιών, των οποίων τα μειωμένα περιθώρια κέρδους έχουν περιορίσει τις δυνατότητες δαπανών τους.

Ο διοικητής της ιταλικής κεντρικής τράπεζας Φάμπιο Πανέτα είναι από τους πιο ηχηρούς υποστηρικτές της γρήγορης χαλάρωσης.

«Στην τρέχουσα φάση, θα πρέπει να εστιάσουμε περισσότερο στην υποτονικότητα της πραγματικής οικονομίας», δήλωσε τον περασμένο μήνα, προειδοποιώντας ότι η υποτονική εγχώρια ζήτηση θα μπορούσε να προκαλέσει την αποτυχία της επίτευξης του πληθωριστικού στόχου του 2%.

Αλλά οι πιο «γερακίσιοι» υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, όπως το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου, Ιζαμπέλ Σνάμπελ, προειδοποιούν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων δεν θα είναι αποτελεσματικές εάν τα ζητήματα που στοχεύουν να αντιμετωπίσουν είναι επίσης διαρθρωτικά. Οι αδυναμίες αυτές είναι πολυάριθμες και περιλαμβάνουν επίσης την χαμηλή παραγωγικότητα, τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα, τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία και την έλλειψη χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης.

«Εάν οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν για άλλους λόγους εκτός από τη νομισματική πολιτική, η μείωση των επιτοκίων κάτω από το ουδέτερο επίπεδο μπορεί να μην ανεβάσει τις επενδύσεις», δήλωσε η ίδια στο Bloomberg τον Νοέμβριο. «Χρειάζονται διαρθρωτικές πολιτικές για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο».

Περιπλέκοντας τα πράγματα, ο Όλι Ρεν της Φινλανδίας υποστήριξε ότι η διάκριση μεταξύ διαρθρωτικών και κυκλικών πολιτικών δεν είναι πάντα σαφής.

«Παρόλο που οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις της Ευρώπης για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα δεν μπορούν να επιλυθούν με εργαλεία νομισματικής πολιτικής, γνωρίζουμε ότι οι επενδύσεις καθοδηγούνται από πολλούς παράγοντες», δήλωσε. Μετά τα πρόσφατα σοκ της προσφοράς, η χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών θα πρέπει να συμβάλει στην αποφυγή «πληγών στις επενδύσεις που είναι απαραίτητες για την αύξηση της μακροπρόθεσμης παραγωγικότητας».

Οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν στην έρευνα του Bloomberg εκτιμούν ότι το κόστος δανεισμού θα διαμορφωθεί στο 2% – ένα επίπεδο που θεωρείται ότι δεν περιορίζει ούτε τονώνει την ανάπτυξη. Οι αγορές προβλέπουν μια πιο επιθετική εκστρατεία, που θα καταλήξει περίπου ένα τέταρτο της μονάδας κάτω από αυτό.

Το κατά πόσον το επιτόκιο καταθέσεων – που τώρα βρίσκεται στο 3,25% – θα μειωθεί κάτω από το ουδέτερο επίπεδο είναι ίσως το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα. Όπως και ο Πανέτα, ο Γάλλος Φρανσουά Βιλερουά Ντε Γκαλό δήλωσε τον Νοέμβριο ότι «δεν θα το απέκλειε στο μέλλον, εάν η ανάπτυξη παραμείνει υποτονική και ο πληθωρισμός κινδυνεύει να πέσει κάτω από τον στόχο μας».

Αλλά ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιοακίμ Νάγκελ, δήλωσε ότι επί του παρόντος δεν βλέπει «σημαντικό κίνδυνο» να υποχωρήσει ο πληθωρισμός κάτω από το 2%, κάτι που θα δικαιολογούσε επεκτατική πολιτική στο εγγύς μέλλον.

Αυτή είναι η μάχη που πρόκειται να παιχτεί τους επόμενους μήνες, αν και οι περισσότεροι οικονομολόγοι βρίσκονται πιο κοντά σε εκείνους τους αξιωματούχους που τονίζουν ένα μείγμα κυκλικών και διαρθρωτικών προκλήσεων και τα όρια της νομισματικής πολιτικής – ανησυχώντας επίσης ότι η ΕΚΤ μπορεί να επιβαρυνθεί ξανά.

Οι μειώσεις των επιτοκίων «δεν θα λύσουν ως δια μαγείας όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα», δήλωσε η Κάθριν Νάις, επικεφαλής οικονομολόγος της PGIM Fixed Income. «Πρέπει να συνοδεύονται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με συμπληρωματικές δημοσιονομικές πολιτικές. Έτσι, χρειάζεται πραγματικά ένα ενιαίο, συνεκτικό πακέτο πολιτικής».

Πηγή: newmoney.gr