Συνεχόμενη πτώση τιμών σε βασικά εμπορεύματα, όπως καύσιμα και τρόφιμα, για τα επόμενα δύο χρόνια, και μάλιστα ότι θα πέσουν σε χαμηλό πενταετίας μέσα στο 2025, προβλέπει σε έκθεσή της η Παγκόσμια Τράπεζα.
Κινητήριος δύναμη για αυτή την εξέλιξη είναι η υπερπροσφορά πετρελαίου, την οποία μάλιστα, η Παγκόσμια Τράπεζα χαρακτηρίζει ιστορική και επισημαίνει ότι θα είναι τέτοια ώστε θα μηδενίσει τις επιπτώσεις από τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, και πάλι οι τιμές θα είναι υψηλότερες από την πενταετία πριν την παγκόσμια κρίση του κορονοϊού το 2020.
Οι αναλυτές διαπιστώνουν ότι η φετινή πτωτική τάση της τιμής του πετρελαίου που προκύπτει από την αύξηση της παραγωγής, τη μείωση της ζήτησης στην Κίνα και τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια πρόκειται να συνεχιστεί ακόμη και αν επιδεινωθεί η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.
Προβλέπει ότι η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου θα υπερβεί τη ζήτηση κατά 1,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα κατά μέσο όρο, πιέζοντας τις τιμές από το μέσο όρο των 80 δολαρίων το βαρέλι για το αργό πετρέλαιο Brent φέτος σε 73 δολάρια το βαρέλι το 2025 και 72 δολάρια το βαρέλι το 2026.
Αυτή η πτώση, εκτιμά η Παγκόσμια Τράπεζα, θα ρίξει τις μέσες τιμές των παγκόσμιων εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων και των μετάλλων, σε χαμηλό πενταετίας.
Οι μειώσεις
Από το 2024 έως το 2026, οι παγκόσμιες τιμές των βασικών εμπορευμάτων προβλέπεται να υποχωρήσουν σχεδόν κατά 10%. Οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων πρόκειται να μειωθούν κατά 9% φέτος και επιπλέον 4% το 2025 προτού ισοπεδωθούν, ανέφερε ο αναπτυξιακός οργανισμός που εδρεύει στην Ουάσιγκτον στην τελευταία του προοπτική για τις αγορές εμπορευμάτων.
Ακόμα κι έτσι, οι συνολικές τιμές των βασικών εμπορευμάτων θα παραμείνουν 30% υψηλότερες από ό,τι ήταν τα πέντε χρόνια πριν χτυπήσει η κρίση του κορονοϊού το 2020, προσθέτουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Η υπερπροσφορά πετρελαίου κατά περισσότερα από 1,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα που εντοπίζεται στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας έχει συμβεί μόνο δύο φορές στο παρελθόν – στην αρχή της πανδημίας της Covid, όταν πολλές οικονομίες έκλεισαν, και στην ασιατική κρίση του 1998, όταν μεγάλο μέρος της Άπω Ανατολής βυθίστηκε σε οικονομική ύφεση.
Η Κίνα
Στην έκθεση προβλέπεται ακόμη ότι η υπερπροσφορά το 2025 θα αντανακλά εν μέρει μια μεγάλη αλλαγή στην Κίνα, τον μεγαλύτερο καταναλωτή στον κόσμο, «όπου η ζήτηση πετρελαίου έχει ουσιαστικά μειωθεί από το 2023 εν μέσω επιβράδυνσης της βιομηχανικής παραγωγής και αύξησης των πωλήσεων ηλεκτρικών οχημάτων και φορτηγών με κινητήρα με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG)».
Οι πετρελαιοπαραγωγοί
Το καρτέλ πετρελαίου του ΟΠΕΚ, το οποίο περιλαμβάνει τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και τη Βενεζουέλα, διατήρησε το συμφωνημένο ύψος προσφοράς παρά την ύφεση, αλλά οι περικοπές στην παραγωγή δεν οδήγησαν σε αύξηση τιμών.
Άλλες χώρες παραγωγής πετρελαίου, κάποιες από τις οποίες συμμετέχουν στον ευρύτερο όμιλο γνωστό ως ΟΠΕΚ+, είναι πιθανό να αυξήσουν τις εξαγωγές τους για να ενισχύσουν τα δικά τους έσοδα.
Ο ΟΠΕΚ+, ο οποίος περιλαμβάνει τη Ρωσία, διατηρεί σημαντική πλεονάζουσα δυναμικότητα που ανέρχεται σε 7 εκατομμύρια bpd, «σχεδόν διπλάσιο από την ποσότητα του 2019, παραμονές της πανδημίας», ανέφερε η έκθεση.
«Τα καλά νέα είναι ότι η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πριν για να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό πετρελαϊκό σοκ», δήλωσε ο Ayhan Kose, αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος του Ομίλου της Παγκόσμιας Τράπεζας.
«Αυτό ανοίγει μερικές σπάνιες ευκαιρίες για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στις αναπτυσσόμενες οικονομίες: πρώτον, η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων μπορεί να προσφέρει ένα χρήσιμο συμπλήρωμα στη νομισματική πολιτική για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στους στόχους. Δεύτερον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν ένα παράθυρο για να ακυρώσουν τις δαπανηρές επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων».