Ο Λίβανος τη νύχτα της 27ης προς την 28η Σεπτεμβρίου επλήγη από ισραηλινούς πυραύλους που κατέστρεψαν ολοσχερώς το εργοστάσιο της Gandour στα περίχωρα της Βηρυτού.
Πρόκειται για ένα εμβληματική επιχείρηση ζαχαροπλαστικής του Λιβάνου, που ιδρύθηκε το 1857 και αποτέλεσε σύμβολο της εγχώριας βιομηχανίας, που άντεξε σε κρίσεις και πολέμους σχεδόν δύο αιώνων. Όχι όμως και στον πόλεμο μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ, που μαίνεται.
Ένα χρόνο μετά την καταδρομική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ, ο τερματισμός αυτής της πολεμικής κρίσης δεν διαγράφεται στον ορίζοντα. Συμπτωματικά, την προηγουμένη του βομβαρδισμού του εργοστασίου της Gandour, την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (EBRD) σήμαινε συναγερμό για τις επιπτώσεις που έχει ο νέος πόλεμος στη Μέση Ανατολή στο Λίβανο, μια χώρα της οποίας η οικονομία βρίσκεται εδώ και χρόνια τώρα στην κόψη του ξυραφιού.
Πισωγύρισμα
«Από το 2018 το ΑΕΠ του Λιβάνου έχει συρρικνωθεί κατά 40% και πλέον. Κάθε κλιμάκωση του πολέμου θα έχει νέες οδυνηρές συνέπειες για την ανάπτυξη της χώρας», δήλωσε στο AFP η επικεφαλής οικονομολόγος της EBRD Μπεάτα Γιάβορτσικ. Αλλά προτού ξεκινήσει το κυνήγι του Ισραήλ κατά της ηγεσίας της Χεζμπολάχ που κρύβεται στο άλλοτε «Παρίσι της Ανατολής», όπως λέγανε τη Βυρηττό, αρκετά σημάδια έδειχναν μια ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας του Λιβάνου. Αργή και διστακτική μεν, αλλά ανάκαμψη.
«Ορισμένοι δείκτες, όπως η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και οι εισαγωγές υποδήλωναν μια ελαφρά βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας από το καλοκαίρι του 2022, μια τάση που συνεχίστηκε και το 2023 χάρη στα σημαντικά εμβάσματα και στην εισροή επισκεπτών από τη διασπορά», σχολίασε η Γενική Διεύθυνση του Γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα του Λιβάνου, τα έσοδα από τον τουρισμό (από Λιβανέζους της διασποράς κατά κύριο λόγο) αυξήθηκαν κατά 1,7% πέρυσι φτάνοντας τα 5,41 δισ. δολάρια (4,84 δισ. ευρώ). Η σημασία του εσόδου αυτού είναι μεγάλη για το Λίβανο, αφού αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τρίτο του ΑΕΠ της χώρας. «Αλλά η επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 έθαψε κάθε ελπίδα για ανάκαμψη», γράφει στη «Le Figaro» η Πιερ-Λοΐς Τομά.
«Η σύγκρουση στη Γάζα έχει διαγράψει όλα τα οφέλη της ανάπτυξης», αποφαίνεται το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών, ενώ το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούν συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,4 έως 0,9% για το 2023, σε σύγκριση με μια αναιμική αύξηση 0,2% που προέβλεπαν προτού ξεσπάσει ο πόλεμος.
Στην αγκαλιά του ΔΝΤ
«Η οικονομική κρίση γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική και επαχθής εξαιτίας της χρόνιας πολιτικής ακινησίας», σημειώνει η ρεπόρτερ του «Figaro».
«Η πλειονότητα της άρχουσας τάξης είναι πεπεισμένη ότι το λιβανέζικο μοντέλο έχει αποδείξει την ανθεκτικότητά του και ότι θα μπορέσει να αντέξει και πάλι μέχρι την εμφάνιση νέων εισροών ευκατάστατων οικογενειών προς εγκατάσταση στη χώρα. Κάτι τέτοιο όμως δεν μοιάζει ούτε βιώσιμο ούτε ρεαλιστικό», αναλύει το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών σε σημείωμα που δημοσιοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα.
Η πολιτική και διοικητική παράλυση της χώρας επηρεάζει όμως και τη βοήθεια που θα μπορούσε να έρθει από το εξωτερικό. Το 2022, υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ της Βηρυτού και του ΔΝΤ για ένα σχέδιο βοήθειας 3 δισ. δολαρίων, υπό την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιηθούν σοβαρές και κοινωνικές επαχθείς μεταρρυθμίσεις για να επανέλθει η οικονομία στη ζωή. Δύο χρόνια αργότερα, δεν έχει καταστεί ακόμα δυνατή η εκταμίευση δανειακής δόσης από το Ταμείο.
Ο χορός των κερδοσκόπων
Ευλόγως υποψιάζεται κανείς ότι η κρίση έχει αλγεινές επιπτώσεις στην κοινωνία του Λιβάνου. Μέσα σε πέντε χρόνια το νόμισμα της χώρας, η λιβανέζικη λίρα, έχει χάσει περισσότερο από το 98% της αξίας της έναντι του δολαρίου. Οι τιμές των βασικών καταναλωτικών αγαθών καλπάζουν και πολλά προϊόντα είναι απρόσιτα για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Για να περιορίσει το φαινόμενο της εμφάνισης όλο και περισσότερων «κερδοσκόπων του πολέμου» ο Λιβανέζος υπουργός Οικονομικών εγκαινίασε μια ηλεκτρονική εφαρμογή προκειμένου μέσω κινητού να μπορούν οι πολίτες να καταγγέλλουν υπερβολικές αυξήσεις τιμών.
Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι το ποσοστό απόλυτης φτώχειας στο Λίβανο ξεπερνά το 50% του πληθυσμού της χώρας. Ως απόλυτα φτωχοί θεωρούνται όσου ζουν με λιγότερα από 1,90 δολάρια την ημέρα. Όσο για την ανεργία, το 2023 το ποσοστό έφθανε στο 30%, ενώ ειδικότερα μεταξύ των νέων ξεπερνά το 48%. Χωρίς δουλειές και χωρίς καμία προοπτική για προκοπή οι νέες γενιές επιλέγουν να φύγουν από τη χώρα.
Η μεγάλη φυγή
Σύμφωνα με τη στατιστική εταιρεία Information International, 175.500 Λιβανέζοι πολίτες εγκατέλειψαν τη χώρα το 2023, σχεδόν 200% περισσότεροι από το αμέσως προηγούμενο έτος. «Για τους φοιτητές και τους νέους εργαζόμενους, έχει γίνει κάτι περισσότερο από εμμονή να φύγουν στο εξωτερικό, είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης», έγραψε το 2022 στην εφημερίδα «Le Figaro» ο Σαμίρ Αγιούμπ, γαλλολιβανέζος καθηγητής επιστημών διαχείρισης και διευθυντής της Πανεπιστημιούπολης στο Εξ-Αν-Προβάνς.
Αυτή η διαρροή εγκεφάλων αμαυρώνει περαιτέρω το μέλλον του Λιβάνου. Χωρίς το εργατικό δυναμικό για την ανοικοδόμηση μιας οικονομίας που έχει καταστραφεί και απειλείται από ολοκληρωτικό πόλεμο, το μέλλον της χώρας φαίνεται πιο ζοφερό από ποτέ.
Η διείσδυση της Χεζμπολάχ
Εν τω μεταξύ η φιλοϊρανική οργάνωση Χεζμπολάχ «έχτισε την περιουσία της χάρη στις διεθνείς επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν στον Λίβανο μετά τον πόλεμο του 2006, χάρη στις φοροαπαλλαγές στις κατασκευές, χάρη στον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης πετρελαιοειδών με τη Συρία και προφανώς χάρη στην οικονομική υποστήριξη από το Ιράν», γράφει η Τομά στη «Le Figaro».
«Το κόμμα του Θεού έχτισε, μέσα σε λίγα χρόνια, το δικό του χρηματοπιστωτικό σύστημα» σημειώνει χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι η Χεζμπολάχ, η οποία έχει εδραιωθεί σε όλα τα στρώματα της λιβανικής κοινωνίας, «ήταν μια μικρή ομάδα παράνομων μαχητών όταν δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980».
«Μέσα σε τρεις δεκαετίες, η σιιτική οργάνωση πέτυχε με μεθόδους κατατρομοκράτησης του λιβανέζικου λαού να επεκτείνει την ηγεμονία της σε ολόκληρη τη χώρα και να αποκτήσει τον έλεγχο της οικονομικής και της πολιτικής ζωής», καταλήγει η ρεπόρτερ της εφημερίδας.
Πηγή: ΟΤ/ Αλέξανδρος Καψύλης