Αλλάζουν τα πάντα στις διαδικτυακές κρατήσεις στα ξενοδοχεία μέσω τρίτων μετά από σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που δικαίωσε προσφυγή των Γερμανών ξενοδόχων κατά της booking.com, η οποία έχασε την δικαστική μάχη. Πρόκειται για μία απόφαση που επιτρέπει στα ξενοδοχεία να αναρτούν διαδικτυακά και χαμηλότερες τιμές κράτησης για τα δωμάτια τους από αυτές που αναρτά η Booking.com.
Ανταγωνισμός και Booking
Όπως εκτιμούν οι ξενοδόχοι αυτό μπορεί να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και να οδηγήσει και σε χαμηλότερες τιμές, στα δωμάτια των ξενοδοχείων. «Η online διάθεση δωματίων ξενοδοχείων κυριαρχείται εδώ και χρόνια από μεγάλες πλατφόρμες κρατήσεων, όπως η #Booking, γεγονός που έχει οδηγήσει σε ανισορροπία μεταξύ αυτών των πλατφορμών και των ίδιων των ξενοδοχείων.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-264/23 αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για τον κλάδο της φιλοξενίας, καθώς αποκαθιστά την ισορροπία στην online διάθεση κλινών», δηλώνει ο πρόεδρος της Hotrec και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος Αλέξανδρος Βασιλικός.
Συγκεκριμένα, εξηγεί με ανάρτηση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι οι ρήτρες ισοτιμίας (rate parity), είτε ευρείες είτε στενές, οι οποίες απαγορεύουν στα ξενοδοχεία να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές στους δικούς τους ιστότοπους από ό,τι στις πλατφόρμες κρατήσεων, δεν είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας αυτών των πλατφορμών.
Περισσότερη ελευθερία στην τιμολόγηση
Αυτό, τονίζει, ανοίγει τον δρόμο για περισσότερη ελευθερία στις τιμολογιακές στρατηγικές των ξενοδόχων, επιτρέποντάς τους να διαχειρίζονται άμεσα τις τιμές και τις προσφορές τους χωρίς τους περιορισμούς που επέβαλαν οι ρήτρες ισοτιμίας. Η απόφαση αυτή αναμένεται να αλλάξει σημαντικά το τοπίο της διαδικτυακής διανομής στον ξενοδοχειακό κλάδο, προσφέροντας μεγαλύτερη αυτονομία στους παρόχους καταλυμάτων και ενισχύοντας τον ανταγωνισμό προς όφελος των καταναλωτών.
Η ανακοίνωση του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Σε ανακοίνωση του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι οι ρήτρες καλύτερης τιμής δεν μπορούν, καταρχήν, να χαρακτηριστούν ως «παρεπόμενοι περιορισμοί» κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Η Booking.com, εταιρία ολλανδικού δικαίου με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), παρέχει παγκοσμίως διαδικτυακές υπηρεσίες διαμεσολάβησης για κρατήσεις καταλυμάτων.
Οι ξενοδοχειακές μονάδες καταβάλλουν προμήθεια στην Booking.com για κάθε κράτηση που κάνουν οι ταξιδιώτες μέσω της πλατφόρμας. Μολονότι οι εν λόγω μονάδες μπορούν να χρησιμοποιούν εναλλακτικούς διαύλους πωλήσεων, απαγορεύεται να προσφέρουν διανυκτερεύσεις σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες που προτείνονται στον ιστότοπο Booking.com.
Αρχικά η απαγόρευση ίσχυε για τις προσφορές που γίνονταν τόσο μέσω των διαύλων πωλήσεων των ίδιων των ξενοδόχων όσο και μέσω διαύλων πωλήσεων τους οποίους εκμεταλλεύονται τρίτοι (πρόκειται για τη λεγόμενη «ευρεία ρήτρα καλύτερης τιμής»). Από το 2015 εφαρμόζεται μια στενή μορφή της ρήτρας αυτής, η οποία απαγορεύει μόνο την προσφορά διανυκτερεύσεων σε χαμηλότερη τιμή μέσω των διαύλων πωλήσεων των ίδιων των ξενοδόχων.
Τα γερμανικά δικαστήρια έκριναν, χωρίς να έχουν υποβάλει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο, ότι οι ρήτρες καλύτερης τιμής (είτε είναι στενές είτε ευρείες) που χρησιμοποιούν οι πλατφόρμες ξενοδοχειακών κρατήσεων αντιβαίνουν, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης.
Η γερμανική ομοσπονδιακή αρχή ανταγωνισμού είχε ήδη καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα. Το πρωτοδικείο Άμστερνταμ, ενώπιον του οποίου η Booking.com άσκησε αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί το κύρος των ρητρών καλύτερης τιμής που χρησιμοποιεί η εν λόγω εταιρία, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το αν τόσο οι ευρείες όσο και οι στενές ρήτρες καλύτερης τιμής συμβιβάζονται με τους περί ανταγωνισμού κανόνες της Ένωσης.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η παροχή διαδικτυακών υπηρεσιών ξενοδοχειακών κρατήσεων από πλατφόρμες όπως η Booking.com έχει ουδέτερο ή ακόμη και θετικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό. Τούτο διότι οι εν λόγω υπηρεσίες επιτρέπουν, αφενός, στους καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό προσφορών καταλυμάτων και να συγκρίνουν με απλό και γρήγορο τρόπο τις προσφορές αυτές βάσει διαφόρων κριτηρίων και, αφετέρου, στους παρόχους καταλυμάτων να αποκτήσουν μεγαλύτερη προβολή. Αντιθέτως, δεν αποδεικνύεται ότι οι ρήτρες καλύτερης τιμής, είτε ευρείες είτε στενές, είναι, αφενός, αντικειμενικά αναγκαίες για την υλοποίηση της ανωτέρω κύριας πράξης και, αφετέρου, ανάλογες προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει.
Συναφώς, όσον αφορά τις ευρείες ρήτρες καλύτερης τιμής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ρήτρες αυτές, εκτός από το ότι ενδέχεται να μειώσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων πλατφορμών ξενοδοχειακών κρατήσεων, ενέχουν τον κίνδυνο να εκτοπίσουν τις μικρές και τις νεοεισερχόμενες πλατφόρμες. Το ίδιο ισχύει και για τις στενές ρήτρες καλύτερης τιμής. Μολονότι, εκ πρώτης όψεως, περιορίζουν λιγότερο τον ανταγωνισμό και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του κινδύνου παρασιτισμού, δεν προκύπτει ότι είναι αντικειμενικά αναγκαίες για να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα της πλατφόρμας ξενοδοχειακών κρατήσεων.
Διαδικτυακές πλατφόρμες κράτησης καταλυμάτων: οι ρήτρες καλύτερης τιμής δεν μπορούν, καταρχήν, να χαρακτηριστούν ως «παρεπόμενοι περιορισμοί» κατά την έννοια του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης Η Booking.com, εταιρία ολλανδικού δικαίου με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), παρέχει παγκοσμίως διαδικτυακές υπηρεσίες διαμεσολάβησης για κρατήσεις καταλυμάτων. Οι ξενοδοχειακές μονάδες καταβάλλουν προμήθεια στην Booking.com για κάθε κράτηση που κάνουν οι ταξιδιώτες μέσω της πλατφόρμας.
Μολονότι οι εν λόγω μονάδες μπορούν να χρησιμοποιούν εναλλακτικούς διαύλους πωλήσεων, απαγορεύεται να προσφέρουν διανυκτερεύσεις σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες που προτείνονται στον ιστότοπο Booking.com. Αρχικά η απαγόρευση ίσχυε για τις προσφορές που γίνονταν τόσο μέσω των διαύλων πωλήσεων των ίδιων των ξενοδόχων όσο και μέσω διαύλων πωλήσεων τους οποίους εκμεταλλεύονται τρίτοι (πρόκειται για τη λεγόμενη «ευρεία ρήτρα καλύτερης τιμής»). Από το 2015 εφαρμόζεται μια στενή μορφή της ρήτρας αυτής, η οποία απαγορεύει μόνο την προσφορά διανυκτερεύσεων σε χαμηλότερη τιμή μέσω των διαύλων πωλήσεων των ίδιων των ξενοδόχων.
Τα γερμανικά δικαστήρια έκριναν, χωρίς να έχουν υποβάλει σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο, ότι οι ρήτρες καλύτερης τιμής (είτε είναι στενές είτε ευρείες) που χρησιμοποιούν οι πλατφόρμες ξενοδοχειακών κρατήσεων αντιβαίνουν, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης. Η γερμανική ομοσπονδιακή αρχή ανταγωνισμού είχε ήδη καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.
Το πρωτοδικείο Άμστερνταμ, ενώπιον του οποίου η Booking.com άσκησε αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί το κύρος των ρητρών καλύτερης τιμής που χρησιμοποιεί η εν λόγω εταιρία, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το αν τόσο οι ευρείες όσο και οι στενές ρήτρες καλύτερης τιμής συμβιβάζονται με τους περί ανταγωνισμού κανόνες της Ένωσης.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η παροχή διαδικτυακών υπηρεσιών ξενοδοχειακών κρατήσεων από πλατφόρμες όπως η Booking.com έχει ουδέτερο ή ακόμη και θετικό αποτέλεσμα για τον ανταγωνισμό. Τούτο διότι οι εν λόγω υπηρεσίες επιτρέπουν, αφενός, στους καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό προσφορών καταλυμάτων και να συγκρίνουν με απλό και γρήγορο τρόπο τις προσφορές αυτές βάσει διαφόρων κριτηρίων και, αφετέρου, στους παρόχους καταλυμάτων να αποκτήσουν μεγαλύτερη προβολή.
Αντιθέτως, δεν αποδεικνύεται ότι οι ρήτρες καλύτερης τιμής, είτε ευρείες είτε στενές, είναι, αφενός, αντικειμενικά αναγκαίες για την υλοποίηση της ανωτέρω κύριας πράξης και, αφετέρου, ανάλογες προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει. Συναφώς, όσον αφορά τις ευρείες ρήτρες καλύτερης τιμής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ρήτρες αυτές, εκτός από το ότι ενδέχεται να μειώσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων πλατφορμών ξενοδοχειακών κρατήσεων, ενέχουν τον κίνδυνο να εκτοπίσουν τις μικρές και τις νεοεισερχόμενες πλατφόρμες.
Το ίδιο ισχύει και για τις στενές ρήτρες καλύτερης τιμής. Μολονότι, εκ πρώτης όψεως, περιορίζουν λιγότερο τον ανταγωνισμό και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του κινδύνου παρασιτισμού, δεν προκύπτει ότι είναι αντικειμενικά αναγκαίες για να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα της πλατφόρμας ξενοδοχειακών κρατήσεων.
Πηγή: ΟΤ/Λάμπρος Καραγεώργος