Το θέμα του Brexit αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ντιμπέιτ στη χώρα για τους οικονομολόγους, τους πολίτες, αλλά και τη βρετανική βουλή. Έρευνες, υπολογισμοί και εκθέσεις προσπαθούν να ‘ξεκαθαρίσουν’ το τοπίο, κυρίως για τον οικονομικό αντίκτυπο της εξόδου.
Μια τέτοια είναι και η σημερινή. Η μελέτη από το Aston University Business School, τη διεθνή σχολή επιχειρήσεων του Μπέρμιγχαμ, δημοσιεύθηκε σήμερα, ενώ βασίζεται σε εργασία οικονομολόγων από τη δεξαμενή σκέψης Resolution Foundation.
«Διαρκείς προκλήσεις» αλλά και
«συνεχής» ο αντίκτυπος του Brexit
Σύμφωνα με αυτήν, το Brexit θέτει «διαρκείς προκλήσεις στην εμπορική ανταγωνιστικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου» και αυτό κυρίως αποδίδεται στην αύξηση των γραφειοκρατικών ελέγχων, οι οποίοι κυρίως ‘μουδιάζουν’ τις μικρές επιχειρήσεις. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει, κατά κύριο λόγο, επειδή οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν έχουν το απαραίτητο προσωπικό για να μειώσουν τον χρόνο των ελέγχων και βέβαια ούτε τα απαραίτητα πρακτικά εφόδια, ώστε να μειώσουν το κόστος.
Τα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, για τα έτη 2021 έως 2023 παρατηρήθηκε μείωση των βρετανικών εξαγωγών προς την ευρωπαϊκή ενιαία αγορά κατά 27% και των εισαγωγών κατά 32%. Τα ποσοστά προκύπτουν μετά από μοντελοποίηση και σε σύγκριση με το επίπεδο που θα βρίσκονταν, αν η χώρα είχε παραμείνει στους κόλπους της ΕΕ.
Ο αντίκτυπος μάλιστα σχολιάζεται από τους οικονομολόγους της έκθεσης και την επικεφαλής καθηγήτρια Τζουν Ντου ως «βαθύς και συνεχής», καθώς η ροή των αγαθών – εισαγωγών και εξαγωγών – μεταξύ των δύο γειτονικών εταίρων όχι μόνο έχει μειωθεί, αλλά και επιδεινώνεται.
Ποιοι τομείς έχουν επηρεαστεί περισσότερο;
Το Brexit, ή καλύτερα η «Συμφωνία Εμπορίου και Συνεργασίας (TCA)», θεωρητικά μπήκε σε ισχύ στις 30 Δεκεμβρίου του 2020. Από τότε, οι πρώτοι γραφειοκρατικοί έλεγχοι ‘ξάφνιασαν’ τις επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν συνηθίσει σε μια ελεύθερη ενιαία αγορά, ενώ πλέον οι μικρότερες επιχειρήσεις της χώρας έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια εξαγωγής αγαθών σε μικρότερες ποσότητες, καθώς η αυξημένη γραφειοκρατία που αντιμετωπίζουν δεν επιφέρει το αντίστοιχο κέρδος.
Ο αγροτικός τομέας, εκείνος της κλωστοϋφαντουργίας αλλά και οι κατασκευαστές ξύλου και χαρτιού μοιάζει να είναι εκείνοι που έχουν πληγεί περισσότερο, ενώ οι εξαγωγές κάποιων τομέων, όπως της αυτοκινητοβιομηχανίας ή της καπνοβιομηχανίας, αποδεικνύονται πιο ανθεκτικές.
Οι απαντήσεις της κυβέρνησης
στην πιθανότητα επιστροφής
Η χαμηλή, όπως παρουσιάζεται, εμπορική επίδοση του νησιού ίσως εντείνει τις φωνές όσων επιθυμούν την επιστροφή του Λονδίνου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τα βρετανικά μέσα σήμερα προβλέπουν το παραπάνω, ενώ οι Financial Times γράφουν ότι ίσως ενταθούν «οι εκκλήσεις ώστε το Λονδίνο να βελτιώσει τους εμπορικούς δεσμούς με τις Βρυξέλλες».
Κυβερνητικός εκπρόσωπος πάντως ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση «θα συνεχίσει να εργάζεται για τη βελτίωση των εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων με την ΕΕ και για την άρση περιττών εμπορικών φραγμών, αναγνωρίζοντας όμως ότι δεν υπάρχει επιστροφή στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση».
ΠΗΓΗ: Deutsche Welle/ Ζωή Κατζαγιαννάκη, Λονδίνο