Αφού υπέστησαν πλήγμα σχεδόν ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων στην αξία τους τους τελευταίους μήνες, οι ευρωπαϊκές εταιρείες πολυτελείας ενδέχεται να δουν τη χρηματιστηριακή τους επιρροή να μειώνεται περαιτέρω καθώς η ύφεση της Κίνας επιδεινώνεται.
Οι μετοχές των εταιρειών που κάποτε θεωρούνταν η απάντηση της Ευρώπης στα αμερικανικά τεχνολογικά μεγαθήρια των «Magnificent Seven», οι οίκοι και οι όμιλοι δηλαδή που παράγουν ρούχα, τσάντες και κοσμήματα υψηλής ποιότητας, φαίνεται πως παραπαίουν λόγω μεγάλης μειωσης των πωλήσεών τους. Ακόμα πιο δυσοίωνες είναι οι ενδείξεις ότι οι πλούσιοι της Κίνας, που κάποτε συνέρρεαν στις πολυτελείς μπουτίκ του Παρισιού, του Μιλάνου και του Χονγκ Κονγκ, μπορεί να μην επιστρέψουν, καθώς η όρεξή τους για ακριβά είδη έχει σβήσει από την καθοδική πορεία της οικονομίας.
«Αυτή η χρονιά είναι πιο ασταθής και πιο επώδυνη από κάθε προηγούμενη, γιατί έρχεται μετά από υπερβολική ανάπτυξη», δήλωσε στο Bloomberg ο Flavio Cereda, διαχειριστής επενδύσεων στην GAM UK Ltd., αναφερόμενος φυσικά στην περίοδο αμέσως μετά την πανδημία, όταν οι καταναλωτές επιδόθηκαν στο revenge travel και shopping.
Πολυτέλεια: Η πτώση των οίκων
Για την εμβληματική βρετανική Burberry, η τάση αυτή κορυφώνεται με την αποπομπή της από τον χρηματιστηριακό δείκτη FTSE 100 του Λονδίνου, με την αξία της αγοράς της να έχει μειωθεί κατά 70% τον τελευταίο χρόνο. Αν και είναι η μόνη μεγάλη μάρκα που χάνει τη θέση της στον δείκτη -ένας δείκτης μετοχών πολυτελείας που καταρτίζεται από την Goldman Sachs- έχει χάσει 240 δισεκατομμύρια δολάρια σε αξία από τον Μάρτιο.
Η ιδιοκτήτρια εταιρεία της Gucci, η Kering SA. και η Hugo Boss AG έχουν πληγεί ακόμη περισσότερο, χάνοντας σχεδόν το ήμισυ της αξίας τους τον τελευταίο χρόνο. Η Kering, που κάποτε ήταν μια από τις 10 κορυφαίες μετοχές του γαλλικού δείκτη CAC 40, τώρα κατατάσσεται στην 23η θέση. Και ο γίγαντας του κλάδου LVMH Moët Hennessy Louis Vuitton SE, που ήταν η μεγαλύτερη εταιρεία της Ευρώπης με βάση την κεφαλαιοποίηση της αγοράς πριν από ένα χρόνο, έχει διολισθήσει στη δεύτερη θέση.
Ο αποπληθωρισμός της μεταπανδημικής φούσκας δαπανών ήταν εμφανής στις πρόσφατες εκθέσεις κερδών. Η Kering, η Burberry και η Hugo Boss εξέδωσαν προειδοποιήσεις για τα κέρδη τους, ενώ στην LVMH, τα τριμηνιαία οργανικά έσοδα της κρίσιμης μονάδας δερμάτινων ειδών αυξήθηκαν μόλις κατά 1%, έναντι 21% ένα χρόνο νωρίτερα. Μόνο οι μάρκες που απευθύνονται στους υπερπλούσιους, όπως η Hermes International SCA και η Brunello Cucinelli SpA, γλίτωσαν από την πλήρη ισχύ της πτώσης των κερδών.
Η νέα κανονικότητα
Ο Cereda της GAM, ο οποίος συνδιαχειρίζεται ένα αμοιβαίο κεφάλαιο που επενδύει σε μετοχές πολυτελείας, ελπίζει ότι οι πωλήσεις θα ανακάμψουν το επόμενο έτος, τουλάχιστον στα «μεσαία μονοψήφια» επίπεδα που, όπως λέει, αντιπροσωπεύουν τη μακροπρόθεσμη τάση του τομέα.
Τι γίνεται όμως αν τα ασθενέστερα έσοδα και τα στενότερα περιθώρια κέρδους είναι η νέα κανονικότητα; Ορισμένοι εκτιμούν ότι αυτό μπορεί να συμβεί.
Η αναλύτρια της UBS, Zuzanna Pusz, περιγράφει τις προοπτικές του τομέα της πολυτέλειας ως «πιο αργές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα». Μειώνοντας τις εκτιμήσεις της για την οργανική αύξηση των πωλήσεων το 2025 και το δεύτερο εξάμηνο του 2024, η Pusz προέβλεψε ότι «ο κλάδος φαίνεται να εισέρχεται σε έναν δικό του συγκεκριμένο κύκλο, μετά από μερικά χρόνια άνθησης με υψηλές τιμές».
Ο ρόλος της Κίνας
Στον κύκλο αυτό, η επιβράδυνση της Κίνας θέτει τους δικούς της όρους. Η Tiffany & Co., το premium brand κοσμημάτων της LVMH, επιδιώκει να μειώσει στο μισό το μέγεθος της ναυαρχίδας της στη Σαγκάη, ανέφερε το Bloomberg. Τα πολυτελή εμπορικά κέντρα του Χονγκ Κονγκ, που κάποτε προσέλκυαν Κινέζους που ξόδευαν πολλά χρήματα, είναι σχεδόν άδεια. Και στην Ελβετία, οι ωρολογοποιοί ζητούν κρατική βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τη μείωση των εξαγωγών.
Πολλοί αναλυτές συμμερίζονται την άποψη της Pusz, μειώνοντας τις εκτιμήσεις για τα κέρδη και τις τιμές των μετοχών. Η Ashley Wallace της Bank of America Corp. ισχυρίζει πως οι προσδοκίες συναίνεσης για το δεύτερο εξάμηνο του έτους μπορεί να είναι πολύ υψηλές, ενώ ο Edouard Aubin της Morgan Stanley κατονομάζει την LVMH και την Richemont ως ιδιαίτερα ευάλωτους ομίλους στην επιβράδυνση της Κίνας, μειώνοντας τους στόχους του για τις μετοχές τους.
Κάποιοι βλέπουν και μια θετική πλευρά. Παρόλο που ο δείκτης MSCI Europe Textiles Apparel & Luxury Goods εξακολουθεί να διαπραγματεύεται με ένα γερό premium σε σχέση με τον δείκτη MSCI Europe, απέχει πολύ από τα επίπεδα της περιόδου άνθησης του 2021.
«Ο τομέας της πολυτέλειας έχει σαφώς ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μακροπρόθεσμα, οπότε οι καθοδικοί κύκλοι είναι πιθανώς η καλύτερη στιγμή για επενδύσεις», δήλωσε η αναλύτρια της Morningstar Jelena Sokolova. Η ίδια βλέπει μια ευκαιρία στην Kering, προβλέποντας ότι η ισχυρή αναγνωρισιμότητα της μάρκας θα επιτρέψει στην Gucci να επωφεληθεί όταν τελικά υλοποιηθεί η ανάκαμψη.
Ο Cereda της GAM, ωστόσο, προτιμά τα πιο δυνατά ονόματα πολυτελείας, όπως η Hermes. «Κανείς δεν θέλει να κατέχει μάρκες που είναι στα αζήτητα, ούτε και να μείνει εκτεθειμένος στις ορέξεις κάθε καταναλωτή», δήλωσε. «Και σίγουρα όχι στην αβέβαιη Κίνα», συμπλήρωσε.
Πηγή: ot.gr