Retail
7-Eleven: Το πρωτοποριακό μοντέλο retail που εξαπλώθηκε σε πάνω από 84.000 καταστήματα
Καταγράφει δεκαετίες επιτυχημένης πορείας
7-Eleven: Το πρωτοποριακό μοντέλο retail που εξαπλώθηκε σε πάνω από 84.000 καταστήματα

H 7-Eleven, η μεγαλύτερη αλυσίδα σούπερ μάρκετ παγκοσμίως με βάση των αριθμό σημείων πώλησης, η οποία διαθέτει περισσότερα από 84.000 convenience stores σε 19 χώρες και μεγάλες αγορές όπως η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ, η Κίνα και ο Καναδάς μπήκε στο προσκήνιο τις τελευταίες ημέρες μετά την προσφορά εξαγοράς από την καναδική Alimentation Couche-Tard, σε μια εξαγορά που αναμένεται να κοστίσει 34 δισ. εκατομμύρια ευρώ.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσφορά που έχει γίνει ποτέ για την εξαγορά ιαπωνικής εταιρείας, ενώ αν προχωρήσει θα γίνει αντίστοιχα η μεγαλύτερη εξαγορά ιαπωνικής εταιρείας από εταιρεία του εξωτερικού. 

Πώς όμως έφτασε μια αλυσίδα με convenience stores να έχει περισσότερα από 85.000 καταστήματα;

Τα «konbini» της 7-Eleven, όπως είναι γνωστά, έχουν κατακτήσει κατά κύριο λόγο την αγορά της Ιαπωνίας, όπου περισσότερα από 20.000 καταστήματα της αλυσίδας κάνουν την εμφάνισή τους. Οι αγορές που ακολουθούν είναι η Νότια Κορέα, η Ταϊλάνδη και οι ΗΠΑ. 

Κατακτώντας την Ασία

Τα konbini της διαχειρίστριας Seven & i έχουν γίνει απαραίτητο μέρος της καθημερινής ζωής στην Ιαπωνία, όπου οι άνθρωποι πληρώνουν λογαριασμούς, στέλνουν πακέτα και παίρνουν εισιτήρια για συναυλίες. Αλλά είναι το φαγητό που αποτελεί τον κύριο μοχλό ανάπτυξής τους, όπως σημειώνει το Reuters.

Τα καταστήματα λαμβάνουν πολλαπλές καθημερινές παραδόσεις σάντουιτς, ονιγκίρι (μπάλες ρυζιού) και προμαγειρεμένα γεύματα που απευθύνονται σε καταναλωτές που είναι πολύ απασχολημένοι για να μαγειρέψουν. Διαθέτουν επίσης φρέσκα φρούτα, όπως μπανάνες και ατομικές συσκευασίες αποφλοιωμένου και κομμένου σε φέτες μήλου, καθώς και ψωμί και γλυκά. 

«Αυτό που έκανε η Seven & i για να κάνει τα convenience stores να λειτουργήσουν ήταν τα logistics», δήλωσε ο Μάικλ Κόστον, συνιδρυτής της εταιρείας ερευνών λιανικής JapanConsuming.
Τα τελευταία 24 χρόνια, η Seven & i είναι ο λιανοπωλητής με τις υψηλότερες πωλήσεις στην Ιαπωνία, είπε, αν και αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό από τους ανταγωνιστές των convenience stores, όπως η Lawson και η FamilyMart.

Αντίθετα, οι ξένοι λιανοπωλητές δεν έχουν καταφέρει να διεισδύσουν στην Ιαπωνία, μια από τις πιο δύσκολες καταναλωτικές αγορές του κόσμου και αρκετοί είναι οι αναλυτές που αναρωτιούνται τι μπορεί να προσφέρει η Couche-Tard στην εγχώρια αγορά της Seven & i. 

Τι γίνεται όμως με τα 7-Eleven στις ΗΠΑ;

Οι αναλυτές και οι ειδικοί του κλάδου πιστεύουν ότι η Couche-Tard ενδιαφέρεται για συνέργειες στη Βόρεια Αμερική, όπου η Seven & i διαθέτει περισσότερα από 15.000 καταστήματα ψιλικών και πρατήρια καυσίμων, αν και πολύ λιγότερο κερδοφόρα από τα ιαπωνικά καταστήματα ή «konbini» της εταιρείας, τα οποία αριθμούν περίπου 21.000.

«Η ποιότητα του φαγητού είναι πολύ υψηλότερη και πιο μοναδική» στα ιαπωνικά καταστήματα 7-Eleven από ό,τι στις ΗΠΑ, δήλωσε ο Τζέρεμι Γιακόμποβιτς, ο οποίος έχει περισσότερους από 500.000 ακόλουθους στο Instagram, με έδρα τη Νέα Υόρκη. «Με αγχώνει το γεγονός ότι θα πειράξουν αυτό που θεωρώ τελειότητα», είπε σχετικά με μια πιθανή εξαγορά. 

Δημιουργοί περιεχομένου προμηθεύονται προϊόντα και τα συγκρίνουν χρησιμοποιώντας παράγοντες όπως γεύση, τιμή και ποιότητα, ενώ πολλοί influencers που επισκέπτονται την Ιαπωνία (ειδικά μετά την πτώση του γεν) πραγματοποιούν πολλές φορές μικρά βίντεο για το πόσα πράγματα μπορούν να αγοράσουν με μικρά ποσά σε ένα konbini, διαφημίζοντας το πόσο φθηνά είναι, αλλά και τις πολλές προσφορές που κάνουν ιδιαίτερα κατά τις πιο βραδινές ώρες. Έτσι τα ιαπωνικά konbini διαθέτουν ήδη ένα κοινό οπαδών στο διαδίκτυο.

Θεωρώντας τα φρέσκα τρόφιμα ως κλειδί για τον καθορισμό της χαμηλής κερδοφορίας στις ΗΠΑ, η Seven & i δήλωσε ότι φέτος εισάγει περισσότερα από 200 είδη τροφίμων στα καταστήματά της στις ΗΠΑ, ορισμένα από αυτά είναι καθαρά ιαπωνικές συνταγές, μια στρατηγική που έχει γίνει δεκτή με ενθουσιασμό από τους οπαδούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε ιστοσελίδες που σχετίζονται με το φαγητό.

Η Seven & i διαθέτει ένα εντυπωσιακό λειτουργικό περιθώριο κέρδους 27% στα καταστήματά της στην Ιαπωνία, σύμφωνα με τα στοιχεία της LSEG. Όμως στα καταστήματα ψιλικών της στο εξωτερικό, το ποσοστό είναι μόλις 3,5%.

Η πολιτική της Ιαπωνίας για τις εξαγορές

Όπως αναφέρει ο οικονομικός συντάκτης για θέματα Ασίας των Financial Times, Λέο Λιούις, επί δεκαετίες, οι επίδοξοι ξένοι αγοραστές απελπίζονταν να βρουν άκρη με την Ιαπωνία, όσο επιθυμητός και αν ήταν ο κατάλογος των πιθανών στόχων. Μια αγορά που αφορά τον εταιρικό έλεγχο, είτε πρόκειται για εγχώρια ενοποίηση είτε για ξένη εξαγορά, δεν έχει ποτέ αναπτυχθεί σωστά, εν μέρει επειδή κανείς δεν ανάγκασε τις ιαπωνικές εταιρείες να αποδεχθούν την υπεροχή των συμφερόντων των μετόχων, σημειώνει. 

Η ACT, για παράδειγμα, έχει κεφαλαιοποίηση 1,5 φορά μεγαλύτερη από την 7&I με περίπου το ένα πέμπτο του αριθμού των καταστημάτων. Οι ιαπωνικές εταιρείες δεν αξιολογούνται σαν να είναι διψασμένες για κέρδη, καθώς η μακρά περίοδος των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων στη χώρα σημαίνουν ότι πολλές από αυτές δεν είναι.

Αλλά η Ιαπωνία έχει επίσης εκπέμψει -μέσω σθεναρής αντίστασης και άλλων στρατηγικών- το μήνυμα ότι οι «θησαυροί» της ήταν εκτός ορίων. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι δεν ήταν ιστορικά υποχρεωμένοι, από το νόμο, βέλτιστες πρακτικές ή τους μαχητικούς μετόχους, να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τις προσφορές και η συμβατική σοφία (μαζί με τη σύσταση των χρηματοοικονομικών συμβούλων) ήταν ότι μόνο μια πλήρως συμφωνημένη εξαγορά θα μπορούσε να λειτουργήσει.

Όμως οι πρόσφατες αλλαγές δίνουν θάρρος στην ACTΜ σημειώνει ο Λιούις. Το γεν έχει μάλλον πιάσει πάτο και είναι πιθανό να αυξηθεί. Οι κώδικες διακυβέρνησης και διαχείρισης έχουν γίνει πιο σκληροί. Οι ακτιβιστές επενδυτές αποτελούν πλέον αποδεκτό μέρος του σκηνικού. Πέρυσι, το Υπουργείο Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας (Meti), με την ελπίδα να τονώσει την εγχώρια εξυγίανση, άλλαξε τις κατευθυντήριες γραμμές για τις εξαγορές ώστε να ενθαρύνει τους διευθύνοντες συμβούλους να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τις bona fide προσφορές. Το ιαπωνικό χρηματιστήριο απαίτησε επίσης από τις εταιρείες να επικεντρωθούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του κεφαλαίου και στις αποτιμήσεις. 

Πηγή: ot.gr