Ο αθλητισμός ενώνει. Είναι ένα σύνθημα το οποίο ακούγεται πολλές φορές ως χαρακτηρισμό του αθλητισμού, το οποίο όμως αν και αποτελεί μια ιδέα που εμπνέει, δεν αποτελεί μια αληθή ρήση κατά τον Economist. Και αυτό διότι όπως υποστηρίζει, ο αθλητισμός δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα παγκοσμιοποιημένος.
Το αμερικανικό ποδόσφαιρο (NFL), κερδίζει το 98% των εσόδων του από τα δικαιώματα των μέσων ενημέρωσης εντός της χώρας. Το πρωτάθλημα κρίκετ της Ινδίας, του οποίου τα δικαιώματα αξίζουν περισσότερο από εκείνα των Ολυμπιακών Αγώνων σε ετήσια βάση, κερδίζει το 96% των εσόδων του εντός της χώρας που το φιλοξενεί, ενώ στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, μόνο η Πρέμιερ Λιγκ της Αγγλίας κερδίζει περισσότερα χρήματα στο εξωτερικό απ’ ό,τι στο εσωτερικό. Ο Economist υποστηρίζει ότι τώρα αυτό αλλάζει, και μοχλός αυτής της ανάπτυξης είναι η τεχνολογία.
Η τεχνολογία μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται ο αθλητισμός και τον τρόπο με τον οποίο οι φίλαθλοι τον απολαμβάνουν, δίνοντας σε πρωταθλήματα όλων των ειδών την ευκαιρία να γίνουν παγκόσμια. Αυτό αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ευκαιρία για τις επιχειρήσεις, δισεκατομμύρια δολάρια περιμένουν εκείνες που κατακτούν τις ξένες αγορές και μια ακόμη μεγαλύτερη για το κοινό, καθώς τα θεάματα που ήδη ενθουσιάζουν τους οπαδούς σε μια χώρα αρχίζουν να ενθουσιάζουν εκείνους σε άλλες.
Η αποτυχία του αθλητισμού ως εξαγώγιμο προϊόν φαίνεται καλύτερα σε σύγκριση με άλλες βιομηχανίες ψυχαγωγίας. Από τη νέα χιλιετία, σημειώνει ο Economist, το Χόλιγουντ έχει κερδίσει πάνω από το ήμισυ των εσόδων του από το box-office στο εξωτερικό. Οι Αμερικανοί καλλιτέχνες βασίζονται σε ξένους ακροατές για σχεδόν το ένα τρίτο των ροών τους και ένα μεγάλο κομμάτι των πωλήσεων εισιτηρίων των συναυλιών τους όπως επιβεβαιώνεται και από την περιοδεία της Taylor Swift στην Ευρώπη). Την ίδια ώρα στα βιντεοπαιχνίδια οι ιαπωνικές κονσόλες και οι κινεζικές εφαρμογές έχουν καθηλώσει τους παίκτες παγκοσμίως.
Για τον Economist δύο είναι
οι βασικοί λόγοι πίσω από αυτήν την αλλαγή:
Η πρώτη είναι μια επανάσταση από την πλευρά της προσφοράς, καθώς οι αθλητικές μεταδόσεις μετακινούνται από τα εθνικά τηλεοπτικά και καλωδιακά κανάλια σε παγκόσμιες πλατφόρμες streaming. Το Netflix πρόσφατα έφερε ένα ντοκιμαντέρ με την Formula 1, αγώνες NFL και η Apple αγόρασε τα δικαιώματα της MLS, της αμερικανικής λίγκας ποδοσφαίρου, όπου ο Λιονέλ Μέσι πήρε πρόσφατα μεταγραφή.
Η δεύτερη επανάσταση αφορά την πλευρά της ζήτησης. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την υιοθέτηση ενός αθλήματος στο εξωτερικό είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες μορφές ψυχαγωγίας, το κοινό θέλει να παρακολουθεί την ομάδα της χώρας του και όχι την καλύτερη. Αλλά η προσήλωση των φιλάθλων στις ομάδες δίνει σιγά-σιγά τη θέση της στην αφοσίωσή τους σε μεμονωμένους αθλητές. Αθλητές όπως ο Λιονέλ Μέσι και η Κέιτλιν Κλαρκ (μπάσκετ γυναικών) φέρνουν στα πρωταθλήματά τους και τους ακολούθους τους στα social media.
Βοηθητικό παράγοντα αποτελεί και το γεγονός ότι οι νέοι οπαδοί, των οποίων το προτιμώμενο μέσο είναι τα βίντεο μικρής διάρκειας, είναι πιο πιθανό να παρακολουθήσουν στιγμιότυπα και συνοπτικές εκπομπές για ολόκληρο το πρωτάθλημα, παρά έναν μεμονωμένο αγώνα με την αγαπημένη τους ομάδα, συγκριτικά με μεγαλύτερα κοινά. Παράλληλα, καθώς το στοίχημα για αθλητικά γεγονότα νομιμοποιήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ και αυξάνονται ραγδαία, ενθαρρύνουν έναν πιο ολιστικό τύπο κατανάλωσης αντί της εστίασης σε μία μόνο ομάδα υποστηρίζει ο Economist.
Ποιοι θα είναι οι κερδισμένοι; Μεταξύ των εταιρειών ΜΜΕ, την καλύτερη θέση θα λάβουν αυτές με την ευρύτερη εμβέλεια. Τα πρωταθλήματα επιζητούν πάνω απ’ όλα αυτήν την εμβέλεια και είναι πρόθυμα να δεχτούν λιγότερο επικερδείς συμφωνίες με υπηρεσίες streaming που μπορούν να φέρουν τα παιχνίδια σε έναν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Το Netflix, η Amazon και οι άλλες παγκόσμιες πλατφόρμες έχουν σίγουρα ένα πλεονέκτημα.
Καθώς παγκοσμιοποιείται, ο αθλητισμός θα αντιμετωπίσει ένα παράπονο το οποίο κάποτε δέχθηκαν και άλλες βιομηχανίες: ότι το «ανάξιο» ξένο περιεχόμενο εκτοπίζει τα αγαπημένα τοπικά προγράμματα. Πριν από έναν αιώνα οι πολιτικοί ανησυχούσαν ότι οι ραδιοφωνικές εκπομπές έβαζαν τους ακροατές στον πειρασμό να συντονίζονται με συγκροτήματα μεγάλων πόλεων αντί για τοπικούς θιάσους, ενώ πιο πρόσφατα, Ευρωπαίοι πολιτικοί παραπονέθηκαν ότι η αμερικανική τηλεόραση αποσπά την προσοχή των τηλεθεατών από τα τοπικά προγράμματα.
Πηγή: ΟΤ