Η Γαλλία πρέπει να καταβάλει δίχως χρονοτριβή μια τεράστια προσπάθεια για να εξορθολογίσει τα δημοσιονομικά της, μια προσπάθεια που θα διαρκέσει επτά έως δώδεκα έτη, μια προσπάθεια που θα προβλέπει μείωση των δαπανών, «δίχως να αποκλείεται και μια αύξηση των φόρων ή ένα πάγωμα της αναπροσαρμογής των παροχών κοινωνικής ασφάλισης».
Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του μηνύματος που δημοσιοποίησε την Τετάρτη το Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης (CAE) της χώρας, ένας δημόσιος οργανισμός που έχει ως αποστολή να παρέχει τα φώτα του στον πρωθυπουργό.
Οι ξένοι μετανάστες
προκόβουν στη Γαλλία
Τι έπαθαν και τα λένε αυτά αυτή την ώρα, παραμονή γιορτής, οι τρεις οικονομολόγοι που υπογράφουν το κείμενο, ο Αντριάν Οκλέρ του MIT και του Stanford University, ο Τομά Φιλιπόν του University of New York και ο Ξαβιέ Ραγκό του CNRS και της Sciences Po; Δεν περίμεναν να τελειώσουν οι Ολυμπιακοί; Ή μήπως δημοσιοποίησαν εσπευσμένα τη μελέτη τους επειδή όταν τελειώσουν οι Αγώνες και αναλάβει, όπως όλα δείχνουν, την πρωθυπουργία η «ανυπότακτη» Λισί Καστέ θα πετούσε το φάκελο κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων ή μάλλον στον κάδο της ανακύκλωσης διότι είναι ευαίσθητοι περί τα περιβαλλοντικά οι Γάλλοι;
«Τα στοιχεία στα οποία βασίστηκαν οι ερευνητές είναι γνωστά», γράφει ο Σεμπαστιάν Ντιμουλέν στη «Les Echos». Ο ρεπόρτερ αναφέρεται στα δημόσια οικονομικά της χώρας που «είναι σε κακή κατάσταση» καθώς το 2023 το δημόσιο χρέος έφθανε περίπου στο 110% του ΑΕΠ ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα αναθεωρήθηκε από το 4,9% στο 5,5% του ΑΕΠ.
«Είτε για να αποφύγουν την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της κυβέρνησης είτε για να διατηρήσουν το χρέος υπό έλεγχο είτε απλώς για να σεβαστούν τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της χώρας, οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα πρέπει αναπόφευκτα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Το σημείωμα του CAE υπενθυμίζει το θέμα, ενώ η Γαλλία αναζητεί απεγνωσμένα μια νέα κυβέρνηση», γράφει ο Ντιμουλέν.
Η υπόθεση «μυρίζει» Ελλάδα
Τρεις παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ το πρωτογενές έλλειμμα (δηλαδή το ισοζύγιο δημοσίων δαπανών και εσόδων εξαιρουμένων των τόκων), οι τόκοι και η αύξηση του ΑΕΠ. Στο σημείωμά τους οι οικονομολόγοι δείχνουν ότι σε βάθος χρόνου οι τόκοι και η αύξηση του ΑΕΠ «αλληλοεξουδετερώνονται» στη Γαλλία. Δηλαδή η αύξηση του ΑΕΠ φτάνει μόνο για να πληρώνονται οι τόκοι του δανεισμού για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ το ίδιο το χρέος, που σε απόλυτες τιμές έχει φθάσει στα 3,1 τρισ. ευρώ, «δεν είναι τίποτα άλλο από το άθροισμα των πρωτογενών ελλειμμάτων των τελευταίων πενήντα ετών».
Τα «καλά νέα», κατά τους ειδικούς του Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης είναι ότι η Γαλλία εξακολουθεί να έχει τον έλεγχο του χρέους της και δεν έχει παγιδευτεί σε ένα φαύλο κύκλο αποπληρωμών που καταβροχθίζει το ΑΕΠτης, όπως η Ιταλία.
Τα «κακά νέα» είναι ότι δεν μπορεί να υπολογίζει μόνο στην ανάπτυξη για να σταματήσει την αύξηση του χρέους της, «το οποίο το 1970 έφθανε μόλις στο 21% του ΑΕΠ». Για να σταθεροποιηθεί ο λόγος στο σημερινό του επίπεδο, το πρωτογενές έλλειμμα πρέπει να μηδενιστεί και στη συνέχεια να δημιουργηθεί να δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα. Η υπόθεση «μυρίζει» Ελλάδα, θα σκεφτόταν ένας πολύπαθος Έλληνας.
Οικονομίες 112 δισ. ευρώ
Η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων αποτελεί για το CAE προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ επειδή «επιτρέπει να διατηρηθεί κάποιο περιθώριο ελιγμών σε περίπτωση ενός μεγάλου σοκ που θα συμβεί τα επόμενα χρόνια». Οι ερευνητές αναφέρονται στην ιστορία των τελευταίων τριάντα ετών, που έχει έχει δείξει ότι κάθε δέκα χρόνια περίπου 7 μονάδες του ΑΕΠ καταβροχθίζονταν από έκτακτα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει έκτακτες κρίσης, όπως η χρηματοπιστωτική του 2008 ή αυτή της Covid πιο πρόσφατα.
Επιπλέον, οι Οκλέρ, Φιλιπόν και Ραγκό σημειώνουν ότι πέρα από την επόμενη κρίση κυριαρχεί ούτως ή άλλως η αβεβαιότητα σχετικά με το πώς θα εξελιχθούν ορισμένες δαπανηρές υποχρεώσεις της Γαλλίας. Αναφέρονται στις συντάξεις (η Κεντροαριστερά κυβέρνηση που πιθανότατα θα σχηματιστεί θέτει υπό αίρεση τη μεταρρύθμιση Μακρόν με την αύξηση του κατώτατου ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη). Αναφέρονται στις ανάγκες της ενεργειακής μετάβασης. Αναφέρονται τέλος στις ανάγκες χρηματοδότησης του πολέμου των Ουκρανών κατά των ρώσων εισβολέων.
Ως εκ τούτου οι τρεις οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να δημιουργηθεί μεσοπρόθεσμα ένα πρωτογενές πλεόνασμα που θα φθάνει στο 1% του γαλλικού ΑΕΠ ετησίως. Υπολογίζοντας ότι το πρωτογενές έλλειμμα της χώρας είναι σήμερα 3,5% του ΑΕΠ και τα τοκοχρεολύσια (αυτά που πάνω-κάτω καλύπτονται με την ετήσια ανάπτυξη της οικονομίας) φθάνουν στο 2% του ΑΕΠ, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι θα χρειαζόταν να εξοικονομηθούν τουλάχιστον 4 μονάδες του ΑΕΠ, δηλαδή τουλάχιστον 112 δισ. ευρώ.
Εξομάλυνση σε βάθος χρόνου
«Το ποσό είναι τεράστιο και μια τέτοια προσπάθεια αναπόφευκτα θα επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα. Επομένως, είναι σκόπιμο να επιλεγεί και να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα σταδιακής εξομάλυνσης, σε βάθος χρόνου», γράφει η «Les Echos». Σύμφωνα με το μοντέλο του Συμβουλίου, «ένας ορίζοντας προσαρμογής τουλάχιστον επτά ετών είναι απαραίτητος». Αυτή η πορεία θα οδηγήσει σε επίπεδο χρέους 119% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής, προτού αρχίσει η αποκλιμάκωση του ποσοστού του χρέους.
Είναι βέβαια δυνατό να επιλεγεί ένα μεγαλύτερο χρονοδιάγραμμα, αλλά «κάθε επιπλέον έτος οδηγεί σε αύξηση του χρέους κατά περίπου 1 εκατοστιαία μονάδα ακόμη». Έτσι η εξομάλυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής με ορίζοντα δώδεκα ετών θα εκτίνασσε το γαλλικό χρέος πάνω από το 125% του ΑΕΠ – «ένα επίπεδο που μόνο η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν βιώσει μέχρι στιγμής και που θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο αύξησης των επιτοκίων», δηλαδή κατάρρευσης των γαλλικών ομολόγων και επιπλέον περιπέτειες με τους οίκους αξιολόγησης.
Βραχυπρόθεσμα μέτρα
Όσο συντομότερα ξεκινήσει η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής τόσο γρηγορότερα θα επηρεαστεί η δυναμική του χρέους, υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι του CAE και απαριθμούν ορισμένα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν βραχυπρόθεσμα.
Προτείνουν λοιπόν οι ειδικοί την επανεξέταση και αναπροσαρμογή των επιδομάτων μαθητείας (διότι, περιέργως, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες όσοι κάνουν stage πληρώνονται). Με την «αναπροσαρμογή» αυτή θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν 4 δισ. ευρώ ετησίως. Θα μπορούσαν επίσης να εξοινομηθούν 2 δισ. ευρώ ετησίως αν καταργούνταν οι απαλλαγές από την υποχρέωση καταβολής κοινωνικών εισφορών για όσους κερδίζουν πάνω από 2,5 φορές το βασικό μισθό (μιλάμε ότι προτείνεται να αρχίσουν να πληρώνουν εισφορές όσοι κερδίζουν πάνω από… 3.850 ευρώ καθαρά το μήνα).
Οι ειδικοί θεωρούν ότι άμεσα θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν 2,5 δισ. ευρώ ετησίως αν μειώνονταν οι εκπτώσεις φόρου των δαπανών για την έρευνα στις μεγάλες γαλλικές επιχειρήσεις. Ή ακόμα να εξοικονομηθούν 9 δισ. ευρώ ετησίως αν καταργούνταν οι απαλλαγές φόρων κληρονομιάς, που ισχύουν σήμερα στη Γαλλία.
Επειδή όμως «τα μέτρα αυτά δεν θα αρκούσαν δεδομένης της μεγάλης κλίμακας δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτείται να γίνει», το CΑΕ πιστεύει ότι «θα πρέπει επίσης να ληφθούν προσωρινά μέτρα, όπως αυξήσεις των συντελεστών στο φόρο εισοδήματος ή αναπροσαρμογές μισθών και δαπανών χαμηλότερες από τον πληθωρισμό».
Τέλος, «το πάγωμα των προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, το πάγωμα των κοινωνικών παροχών και η αύξηση της κλίμακας φόρου εισοδήματος θα απέφερε περίπου 20 δισ. ευρώ ετησίως στα δημόσια ταμεία», επισημαίνεται στο σημείωμα.
«Πρόκειται για μέτρα που ήδη εξετάζει η εκτελεστική εξουσία τους τελευταίους μήνες», γράφει ο ρεπόρτερ της «Les Echos». Η απερχόμενη εκτελεστική εξουσία βέβαια. Η εφημερίδα σημειώνει όμως ότι «η μελέτη του Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης θα περάσει στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης». Το πού θα καταλήξει είναι βέβαια ένα ερώτημα.
Πηγή: ΟΤ.GR