Τις προτάσεις της για μια πιο ευέλικτη εφαρμογή του προγράμματος μείωσης των ωρών εργασίας που προωθεί η κυβέρνηση Σάντσες στην Ισπανία επρόκειτο να καταθέσουν στο υπουργείο Εργασίας οι εργοδοτικές Ενώσεις της χώρας. Στόχος της Μαδρίτης είναι η μείωση των εβδομαδιαίων ωρών απασχόλησης από τις 40 ώρες στις 37,5 ώρες την 1η Ιανουαρίου 2025 αφού το επόμενο χρονικό διάστημα, «το συντομότερο δυνατό» κατά την κυβέρνηση, μειωθούν στις 38,5 ώρες.
Οι διαβουλεύσεις για την εργασιακή μεταρρύθμιση έχουν ξεκινήσει από τον Ιανουάριο του 2024 στην Ισπανία, αλλά ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας των εργοδοτικών Ενώσεων της χώρας (CEOE) Αντόνιο Γκαραμέντι διαμαρτύρεται ότι «αυτός δεν είναι κοινωνικός διάλογος, είναι ένας μονόλογος». Κατ’ αυτόν τα πάντα έχουν προαποφασιστεί από την κυβέρνηση και η κουβέντα γίνεται απλώς για να γίνεται, άνευ ουσιαστικού λόγου δηλαδή.
«Η τεχνολογία το επιτρέπει»
Η μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου απασχόλησης στις 37,5 ώρες ήταν μία από τις κεντρικές προεκλογικές δεσμεύσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Πέδρο Σάντσες, που κυβερνά συνεργαζόμενος με την (ακόμα πιο αριστερή) πλατφόρμα Sumar. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σάντσες και υπουργός Εργασίας εξάλλου (η καθ’ ύλην αρμόδια για τη μεταρρύθμιση) είναι από το 2020 η δικηγόρος από τη Γαλικία με ειδίκευση στα εργατικά θέματα Γιολάντα Ντίας, παλαιό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος και ιδρύτρια το 2023 της πλατφόρμας Sumar.
«Με την εφαρμογή του μέτρου της μείωσης των εβδομαδιαίων ωρών απασχόλησης η κυβέρνηση Σάντσες σκοπεύει να στείλει ένα μήνυμα αισιοδοξίας στο προοδευτικό εκλογικό σώμα που έχει απογοητευθεί έπειτα από μήνες κοινοβουλευτικής παράλυσης και από τις δυσάρεστες διαμάχες που ξεσήκωσε ο νόμος που αμνηστεύει τους Καταλανούς αυτονομιστές», μεταδίδει από τη Μαδρίτη η ανταποκρίτρια της γαλλικής «Les Echos» Σεσίλ Τιμπό.
Η εισηγήτρια της μεταρρύθμισης Γιολάντα Ντίας ανέλαβε και την επιχείρηση «αλλαγή πολιτικής ατζέντας», εκ μέρους της κυβέρνησης. «Η μείωση των ωρών εργασίας δίχως μείωση του μισθού, δίνει στους εργαζομένους περισσότερο χρόνο για να ζήσουν», είπε η ηλικίας 53 ετών πολιτικός. Διότι «βρισκόμαστε στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα και η τεχνολογία το επιτρέπει», εξήγησε η Ντίας, θυμίζοντας ότι το 40ωρο εφαρμόζεται αδιαλείπτως από το 1983, αν και έγιναν στη χώρα κάποιες δοκιμές για την καθιέρωση της εβδομάδας των τεσσάρων ημερών απασχόλησης.
Σύμμαχος ο ΟΟΣΑ
Αίσθηση προκαλεί το ότι στο θέμα της μείωσης των ωρών εργασίας η ισπανική κυβέρνηση έχει ως σύμμαχο τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), που υποστηρίζει αναφανδόν το μέτρο. Ωστόσο, «πολλοί ειδικοί αναρωτιούνται για τις συνέπειες ενός μέτρου που είναι δύσκολο να εφαρμοστεί σε μια οικονομία η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εποχιακές δραστηριότητες, όπως είναι ο τομέας του τουρισμού και της φιλοξενίας και απαιτούν ένα περιθώριο ευελιξίας στην εργασία και επίσης αντισταθμιστικά μέτρα για τους εργοδότες», γράφει η Τιμπό στη «Les Echos».
«Η διαχείριση του χρόνου εργασίας είναι ένα από τα βασικά σημεία του κοινωνικού διαλόγου και αντικείμενο των συλλογικών συμβάσεων, αλλά θα ήταν πιο συνετό να βασιστούμε στη διαπραγμάτευση εντός των εταιρειών, καθώς έτσι λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης χωριστά», πιστεύει ο οικονομολόγος Ρεϊμόντ Τόρες, αναλυτής της ισπανικής εταιρείας μελετών Funcas.
Τα συνδικάτα επισημαίνουν από την πλευρά τους ότι το πρώτο βήμα για την καθιέρωση 38,5 ωρών απασχόλησης την εβδομάδα δεν θα έχει κανέναν ουσιαστικό αντίκτυπο διότι ένας μεγάλος αριθμός συλλογικών συμβάσεων έχει ήδη υιοθετήσει στην πράξη μια μείωση του ωραρίου. Αντίθετα, η δεύτερη φάση για τη μετάβαση στις 37,5 ώρες θα επηρεάσει περισσότερους από 10 εκατομμύρια εργαζομένους στη χώρα, υποστηρίζουν τα συνδικάτα, που θυμίζουν ότι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα επωφελούνται ήδη από την εβδομάδα των 37,5 ωρών απασχόλησης.
Μείωση της παραγωγικότητας
«Στην πραγματικότητα οι εργαζόμενοι που απολαμβάνουν ένα μεγαλύτερο βαθμό εργασιακής προστασίας και έχουν περισσότερες δεξιότητες και υψηλότερη κατάρτιση απασχολούνται ήδη λιγότερες ώρες», παρατηρεί ο Σεργκι Χιμένεθ-Μαρτίν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra και ερευνητής στο Ίδρυμα Εφαρμοσμένης Οικονομίας Fedea.
«Ως εκτούτου την στιγμή αυτή το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν εκείνοι που εξασκούν τα επαγγέλματα που απαιτούν μεγαλύτερο σωματικό κόπο και λιγότερες
δεξιότητες μπορούν να έχουν πρόσβαση στο νέο μέτρο. Το βασικό επιχείρημα όσων αντιτίθενται σ’ αυτό είναι ο κίνδυνος να μειωθεί η παραγωγικότητα. Αλλά διαπιστώνουμε ότι η παραγωγικότητα στην Ισπανία έχει παραλύσει εδώ και μια 20ετία. Αρα υποθέτει κανείς ότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού και όχι στις ώρες απασχόλησης», σημειώνει ο καθηγητής και ερευνητής.
«Η εργοδοσία δεν πείθεται με τα επιχειρήματα αυτά και καταλογίζει στο υπουργείο Εργασίας ακαμψία και έλλειψη ρεαλισμού», μεταδίδει η ανταποκρίτρια της «Les Echos» στη Μαδρίτη και παραθέτει την σαφή προειδοποίηση του επικεφαλής της Συνομοσπονδίας των εργοδοτών Αντόνιο Γκαραμέντι: «Ο ιδιωτικός τομέας της ισπανικής οικονομίας συντίθεται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, συχνά ευάλωτες. Διαθέτουν ένα μικρό περιθώριο χειρισμών και είναι αυτές που θα υποφέρουν περισσότερο από το μέτρο της κυβέρνησης».
Πηγή: ot.gr