Στη συζήτηση στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το σχέδιο ψηφίσματος σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ δέχθηκε δυνατές επικρίσεις από την πλειοψηφία των ευρωβουλευτών που τους δόθηκε το βήμα κατά τη συζήτηση, με την αύξηση των επιτοκίων να είναι το κύριο θέμα των τοποθετήσεών τους.
Συγκεκριμένα, οι ευρωβουλευτές ζήτησαν εξηγήσεις για τριπλασιασμό όπως είπαν, των υποθηκών για εκατομμύρια νοικοκυριών με αποτέλεσμα ο κόσμος να αδυνατεί να πληρώσει τις δόσεις του, σημείωσαν ότι αυξάνονται τα κέρδη των τραπεζών χωρίς να γίνεται τίποτα για τα εισοδήματα των οικογενειών, ότι οι πολιτικές που ακολουθεί η ΕΚΤ στραγγαλίζουν οικογένειες και επιχειρήσεις, ότι βοηθούν την ελίτ, και ότι προκαλούν κρίση στην Ευρώπη.
Απαντώντας, η Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε ότι, πρωταρχικός στόχος είναι η σταθερότητα των τιμών στο 2% μεσοπρόθεσμα, και ότι για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να τιθασευτεί ο πληθωρισμός, ο οποίος, όπως είπε, πλήττει άνισα τους πολίτες. Το πρώτο εργαλείο είναι τα επιτόκια, και, δεδομένης της έντασης του πληθωρισμού είναι το καλύτερό εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας, είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ, μεταξύ άλλων, σημειώνοντας ότι ταυτόχρονα συνεχίζουν και με άλλα εργαλεία.
Είπε ακόμη ότι, οι μισθολογικές τιμές παραμένουν ψηλά και αναμένονται να δώσουν μια ώθηση στον πληθωρισμό τις επόμενες τριμηνίες. Σημείωσε ακόμη ότι παρατηρούν αυτό που ανέμεναν, ότι δηλαδή, τα κέρδη δεν αυξάνονται με τον ρυθμό που αυξάνονταν το 2022, και το 2023. Αυτό που βλέπουμε, σημείωσε, είναι σταδιακή μείωση των κερδών γιατί απορροφούν κάποιες αυξήσεις των μισθών.
Στη δική του τοποθέτηση, ο εισηγητής της έκθεσης, ευρωβουλευτής, Johan Van Overtveldt (Βέλγιο - Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές), σημείωσε ότι, ο αγώνας κατά του πληθωρισμού συνεχίζεται, και ότι είναι σημαντικό η ΕΚΤ «να μας βοηθήσει να νικήσουμε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που είναι πάρα πολλές». Οι χρηματαγορές πρέπει να μάθουν ότι υπάρχουν όρια στα χρηματοπιστωτικά κατασκευάσματα και θα πρέπει η χρηματοπιστωτική δομή να γίνει ο πυρήνας ανάπτυξης και ανάκαμψης, να υπάρξει εξυγίανση, χρηματοπιστωτική ευελιξία για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης. «Πρέπει να απαιτήσουμε από την ΕΚΤ να αναλάβει αυτές τις ευθύνες προς την κοινωνία», και να σταματήσει τις δικαιολογίες, ανέφερε.
Στην αρχική της ομιλία η Κριστίν Λαγκάρντ αναφερόμενη στις ανησυχίες των ευρωβουλευτών σχετικά με τους κινδύνους δευτερογενών επιπτώσεων, όπως αναφέρεται στο σχέδιο ψηφίσματος του ΕΚ, σημείωσε ότι, η περιοριστική στάση της νομισματικής πολιτικής, η επακόλουθη έντονη πτώση του μετρούμενου πληθωρισμού και οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό λειτουργούν ως διασφάλιση έναντι της συνεχούς σπειροειδούς αύξησης μισθών και τιμών (price-wage spiral).
Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να επιβραδύνεται, καθώς ο αντίκτυπος των προηγούμενων ανοδικών κραδασμών εξασθενεί και οι στενές συνθήκες χρηματοδότησης συμβάλλουν στη μείωση του πληθωρισμού, σημείωσε.
Επεσήμανε ότι στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ τον Ιανουάριο, «θεωρήσαμε ότι οι εισερχόμενες πληροφορίες ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνες με την εκτίμησή μας τον Δεκέμβριο για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Ως εκ τούτου, αποφασίσαμε να διατηρήσουμε αμετάβλητη την πολιτική μας για τα βασικά επιτόκια», είπε. Αυτά τα επιτόκια, πρόσθεσε, βρίσκονται σε επίπεδα που, αν διατηρηθούν για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλουν ουσιαστικά στη διασφάλιση της έγκαιρης επιστροφής του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
«Η τρέχουσα διαδικασία αποπληθωρισμού αναμένεται να συνεχιστεί, αλλά το Διοικητικό Συμβούλιο πρέπει να είναι βέβαιο ότι θα μας οδηγήσει με βιώσιμο τρόπο στον στόχο του 2%», σημείωσε. «Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα για τον προσδιορισμό του κατάλληλου επιπέδου και διάρκειας περιορισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις προοπτικές για τον πληθωρισμό, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Κριστίν Λαγκάρντ, ο πληθωρισμός, έχοντας κορυφωθεί στο 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, έκτοτε μειώθηκε σημαντικά χάρη στην εκτόνωση των ενεργειακών κλυδωνισμών και των διαφόρων διαταραχών από την πλευρά της προσφοράς «μαζί με την αποφασιστική πολιτική δράση».
Μετά την επέκταση κατά 3,4% το 2022, η οικονομική δραστηριότητα της ζώνης του ευρώ ήταν ασθενής το 2023, με την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ να έχει παραμείνει στάσιμη το τελευταίο τρίμηνο. Η συγκρατημένη ζήτηση για εξαγωγές της ζώνης του ευρώ –που οφείλεται κυρίως στις αδυναμίες του παγκόσμιου εμπορίου και στις προηγούμενες απώλειες στην ανταγωνιστικότητα– και οι αυστηρές συνθήκες χρηματοδότησης επιβαρύνουν την ανάπτυξη, σημείωσε. Η αδυναμία της μεταποιητικής δραστηριότητας επεκτείνεται στον τομέα των υπηρεσιών από τα τέλη του 2023. Ωστόσο, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις φθίνουσας βάσης και ορισμένοι δείκτες που κοιτάζουν το μέλλον δείχνουν μια ανάκαμψη αργότερα φέτος.
Παρά την υποτονική οικονομία, η αγορά εργασίας παρέμεινε ανθεκτική. Η ανεργία διαμορφώθηκε «στο ιστορικό χαμηλό» του 6,4% τον Δεκέμβριο, εν μέσω ισχυρής ζήτησης για εργατικό δυναμικό, η οποία ωστόσο δείχνει κάποια σημάδια αποδυνάμωσης, ανέφερε.
Ο πληθωρισμός μειώθηκε ελαφρά στο 2,8% τον Ιανουάριο. Οι τιμές της ενέργειας μειώθηκαν κατά 6,1% και ο πληθωρισμός των τροφίμων, αν και ήταν ακόμα υψηλός, μειώθηκε περαιτέρω στο 5,6%, αντανακλώντας κυρίως το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού για τα επεξεργασμένα τρόφιμα, είπε.
Ο βασικός πληθωρισμός – εξαιρουμένων των εξελίξεων στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων – μειώθηκε επίσης περαιτέρω στο 3,3%, αντανακλώντας τον χαμηλότερο πληθωρισμό στα αγαθά, ενώ ο πληθωρισμός των υπηρεσιών παρέμεινε πιο επίμονος.
Οι μισθολογικές πιέσεις, εν τω μεταξύ, παραμένουν ισχυρές, ανέφερε η Κριστίν Λαγκάρντ, προσθέτοντας πως, η αύξηση των μισθών αναμένεται να γίνει ολοένα και πιο σημαντική κινητήρια δύναμη της δυναμικής του πληθωρισμού τα επόμενα τρίμηνα, αντανακλώντας τη ζήτηση των εργαζομένων για αποζημίωση λόγω πληθωρισμού και τις στενές αγορές εργασίας.
Ταυτόχρονα, η συνεισφορά των κερδών –η οποία πρόσφατα ευθύνεται για μεγάλο μέρος της αύξησης των πιέσεων του εγχώριου κόστους– μειώνεται, γεγονός που υποδηλώνει ότι, «όπως αναμενόταν», οι αυξήσεις του κόστους εργασίας καλύπτονται εν μέρει από τα κέρδη και δεν μετακυλίονται πλήρως στους καταναλωτές.
Πηγή: ΚΥΠΕ - Εύη Ανδρέου