Όταν το 1976 ο Τζίμι Κάρτερ επικαλέστηκε το υψηλό επίπεδο του δείκτη δυστυχίας -εφεύρεση του οικονομολόγου Arhtur Okun- για να κάνει αντιπολίτευση στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζέραλντ Φορντ, δεν φανταζόταν ότι επί της δικής του προεδρίας τέσσερα χρόνια αργότερα, ο δείκτης θα είχε ανέβει ακόμη πιο ψηλά, έχοντας πολιτικό αντίπαλο στις προεδρικές εκλογές τον Ρόναλντ Ρίγκαν.
Ο δείκτης δυστυχίας –το άθροισμα του ποσοστού ανεργία και του πληθωρισμού- είχε γίνει ήδη ευρέως γνωστός.
Η αύξηση της ανεργίας που προκλήθηκε από την κρίση του κορωνοϊού έστειλε τον δείκτη στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων σχεδόν 40 ετών, τον Απρίλιο του 2020.
Έκτοτε, η ανεργία μειώθηκε, αλλά ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε, οδηγώντας τον δείκτη φτώχειας ακόμα υψηλότερα, για να πέσει απότομα τον προηγούμενο Νοέμβριο, όταν οι δύο βασικές παράμεροι που τον συνιστούν άρχισαν να βελτιώνονται.
Η βελτίωση αυτή, όμως, δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τη στάση των καταναλωτών που, ενώ έχει βελτιωθεί, παραμένει χαμηλά. Το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, για παράδειγμα, ανακοίνωσε στις 22 Δεκεμβρίου ότι ο δείκτης του καταναλωτικού κλίματος εκτινάχθηκε στο 69,7 τον Δεκέμβριο από 61,3 του Νοεμβρίου, παραμένοντας πολύ πιο κάτω από το 71,8 του Απριλίου του 2020 και τον 101 του Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου.
Αυτό προξενεί εντύπωση, δεδομένου ότι ιστορικά, η πτώση του Δείκτη Φτώχειας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τον δείκτη καταναλωτικού κλίματος.
Δεν είναι άλυτο μυστήριο
Όπως επισημαίνει η WSJ, η απόκλιση μεταξύ των δύο δεικτών βοηθά να εξηγηθεί αυτό που -εκ πρώτης όψεως- φαίνεται μυστήριο.
Πώς, λοιπόν, μπορούν οι αμερικανοί καταναλωτές να συνεχίζουν να αυξάνουν τις δαπάνες τους, ακόμη και κατά τη διάρκεια της φετινής εορταστικής περιόδου αγορών, όταν είναι τόσο απαισιόδοξοι;
Ένα σημαντικό μέρος της απάντησης βρίσκεται στο ότι μια ισχυρή αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού προσφέρει προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό, ή πραγματικά, μισθολογικά κέρδη που παρέχουν στους ανθρώπους εισόδημα για να συνεχίσουν να ξοδεύουν.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το πώς νιώθουν οι άνθρωποι δεν επηρεάζει τις δαπάνες. Από έρευνα που διενήργησε ο οικονομολόγος του Johns Hopkins, Christopher Carroll, διαπιστώθηκε ότι ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος του Μίσιγκαν είχε κάποια προγνωστική αξία για τις δαπάνες. Φαίνεται, όμως, ότι το πραγματικό εισόδημα από την εργασία παίζει τον καθοριστικό ρόλο.
Μάλιστα, ο Carroll λέει ότι η αυξημένη πολιτική πόλωση παίζει ρόλο εδώ. Οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν πολύ λιγότερο ευτυχισμένοι από τότε που εξελέγη ο πρόεδρος Μπάιντεν, τόσο πολύ που τα νούμερα του Μίσιγκαν για αυτούς είναι πολύ χαμηλότερα από ό,τι ήταν όταν η πανδημία γονάτισε την οικονομία στις αρχές του 2020.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι, παρόλο που ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει, η πρόσφατη εμπειρία έχει αφήσει το αποτύπωμά της με διάρκεια.
Η ίδια η πανδημία άφησε επίσης σημάδια. Οι Αμερικανοί πέρασαν συλλογικά μια από τις πιο θλιβερές περιόδους που έχει βιώσει η χώρα στη ζωντανή μνήμη.
Είναι νωρίς
Τελικά, όπως διαπιστώνουν οι αναλυτές, είναι κάπως μεγάλη απαίτηση να περιμένουμε να αισθάνονται καλύτερα οι καταναλωτές μόνο και μόνο επειδή η οικονομία τα πηγαίνει αρκετά καλά τον τελευταίο καιρό.
Πηγή: ot.gr