Τα ερωτήματα αυτά, μεταξύ άλλων, φιλοδοξεί να απαντήσει η Κομισιόν στις τελευταίες γεωργικές προοπτικές, στις οποίες καταγράφεται η πορεία του προϊόντος και οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει την επόμενη 12ετία. Οι υψηλές τιμές του ελαιόλαδου και η μειωμένη παραγωγή στις μεγάλες παραγωγικές χώρες της Ευρώπης λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών έχουν βρεθεί στο προσκήνιο την τελευταία διετία.
Οι τελευταίες δύο εμπορικές σεζόν έδειξαν πόσο ευάλωτη μπορεί να είναι η παραγωγή ελαιόλαδου στην ΕΕ σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Τα παραδοσιακά συστήματα ελαιοπαραγωγής έχουν να αντιμετωπίσουν εκτός από την κλιματική αλλαγή και το φυσικό φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας (διετείς εναλλασσόμενοι κύκλοι καρποφορίας).
Από την άλλη μεριά, στα σύγχρονα (εντατικά και υπερεντατικά) συστήματα, ο ξηρός και ζεστός καιρός, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την καλλιέργεια, αφού οι διαθέσιμες ποσότητες νερού για άρδευση περιορίζονται.
«Αυτές οι ακραίες συνθήκες με τα δυσμενή καιρικά φαινόμενα μπαίνουν εμπόδιο στο να εξελιχθεί η πλήρης δυναμικότητα των σύγχρονων συστημάτων ελιάς. Η κλιματική αλλαγή θα παραμείνει πρόκληση και θα οδηγήσει σε περαιτέρω αλλαγές τόσο στις αποδόσεις όσο και στην ποιότητα του ελαιολάδου», επισημαίνει χαρακτηριστικά η Κομισιόν.
Εισαγωγή ανθεκτικών ποικιλιών
Από την άλλη πλευρά, λύση αποτελεί για μία ακόμη φορά η έρευνα και η καινοτομία, καθώς η εισαγωγή πιο ανθεκτικών ποικιλιών θα μπορούσαν εν μέρει να μειώσουν αυτές τις αρνητικές επιπτώσεις και να οδηγήσουν σε αύξηση των αποδόσεων (κατά περίπου 0,5% ετησίως από το 2023 έως και το 2035).
Παρόλα αυτά η συνολική έκταση της καλλιέργειας της ελιάς για την παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητο. Η σταθερότητα αυτή, όπως επισημαίνεται στις γεωργικές προοπτικές για την επόμενη 12ετία, μπορεί να επιτευχθεί με νέες φυτεύσεις (μεταξύ άλλων και σε πιο βόρειες περιοχές) και στη στροφή των παραδοσιακών καλλιεργητών σε πιο μετριοπαθή συστήματα. Από την άλλη πλευρά, η εγκατάλειψη της γης μπορεί να συνεχιστεί κυρίως λόγω της έλλειψης νέων αγροτών που θα αναλάβουν τις ήδη υπάρχουσες καλλιέργειες και θα τις αναπτύξουν, αλλά και των διαφορετικών συστημάτων παραγωγής και καλλιέργειες.
Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη τις αποδόσεις και την εξέλιξη των εκτάσεων, η παραγωγή ελαιόλαδου της ΕΕ προβλέπεται ότι μέχρι το 2035 θα επανέλθει στα 2,2 εκατομμύρια τόνους, παραγωγή, που είχε επιτευχθεί την ελαιοκομική σεζόν – ρεκόρ 2021/2022.
Τι γίνεται με την κατανάλωση
Αποκλίσεις καταγράφονται και στην κατανάλωση ελαιολάδου μεταξύ των κύριων χωρών παραγωγής της ΕΕ, η οποία βαίνει μειούμενη και των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ, στις οποίες αυξάνεται. Σύμφωνα με τις γεωργικές προοπτικές, οι τάσεις αυτές αναμένεται να συνεχιστούν την επόμενη 12ετία.
Και αυτό γιατί η αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου στις μη παραγωγικές ευρωπαϊκές χώρες οφείλεται στην στροφή στην μεσογειακή διατροφή, αλλά και στις εκστρατείες ευαισθητοποίησης, οι οποίες προωθούν τα οφέλη, που έχει για την υγεία το ελαιόλαδο.
Από την άλλη, οι καταναλωτές στις κύριες παραγωγικές χώρες μετά την εκτόξευση των τιμών και μη μπορώντας να ανταποκριθούν στο αυξημένο αυτό έξοδο, άρχισαν να αντικαθιστούν το ελαιόλαδο, με άλλα έλαια (όπως σπορέλαια).
Ωστόσο, οι τάσεις αυτές στις χώρες παραγωγής μπορούν να ισορροπήσουν λόγω της αυξημένης κατανάλωσης στην υπόλοιπη ΕΕ, γεγονός που εκτιμάται ότι θα μπορούσε να διατηρήσει την συνολική ευρωπαϊκή κατανάλωση σε σχετικά σταθερά επίπεδα (+0,1% ετησίως έως το 2035).
Ενισχυμένη η εμπορική θέση
Με τον ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης ελαιολάδου στην ΕΕ να παραμένει σχετικά σταθερός, οι εξαγωγές της ΕΕ θα καλύπτουν ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο της παραγωγής της – έως και 45% έως το 2035 (περίπου 1 εκατ. τόνους), έναντι 37% την περίοδο 2018-2022. Αυτό αναμένεται ότι θα συμβεί, κυρίως λόγω της επέκτασης στις ασιατικές αγορές, ενώ δεν αποκλείεται να αυξηθεί η ζήτηση και από παραδοσιακούς προορισμούς για το ευρωπαϊκό ελαιόλαδο.
Την ίδια στιγμή, οι εισαγωγές ελαιολάδου στην ΕΕ, αναμένεται να συνεχιστούν προκειμένου να αντισταθμιστούν εν μέρει οι απώλειες στην παραγωγής σε ετήσια βάση. Ωστόσο, η καθαρή εξαγωγική θέση της ΕΕ μπορεί να φθάσει τους 730.000 τόνους έως το 2035 (+140.000 τόνοι σε σύγκριση με την περίοδο 2018-2022).
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος