Από το Facebook και το Instagram μέχρι το Amazon Prime, οι περισσότεροι καταναλωτές -τουλάχιστον στις ΗΠΑ- έχουν ένα διαδικτυακό αποτύπωμα που διευρύνεται καθημερινά.
Οι διευθύνσεις email, οι αριθμοί τηλεφώνου, οι καταναλωτικές συνήθειες, τα γενέθλια και πολλά άλλα συγκεντρώνονται σε ένα προφίλ δεδομένων που χρησιμοποιούν οι εταιρείες και οι μεσίτες δεδομένων για να κατανοήσουν καλύτερα τις ανάγκες και τις επιθυμίες των καταναλωτών. Συχνά αυτό γίνεται χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση των καταναλωτών.
«Κόπωση δεδομένων»
Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια διαπίστωσε ότι το 8 στους 10 Αμερικανούς (ποσοστό 79%) αισθάνονται ότι έχουν ελάχιστο έλεγχο του τι μπορούν να μάθουν οι έμποροι για αυτούς.
Αυτό είναι που οι ειδικοί αποκαλούν «κόπωση δεδομένων»: την ιδέα, δηλαδή, ότι πολλοί καταναλωτές γνωρίζου πως τα δεδομένα τους συλλέγονται, αλλά αισθάνονται ότι δεν μπορούν να κάνουν πολλά για να το εμποδίσουν.
Από την ίδια μελέτη διαπιστώθηκε ότι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δεν γνώριζαν την πλήρη έκταση τού πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι εταιρείες τα δεδομένα τους. Τώρα, αυτό το μοντέλο συγκέντρωσης δεδομένων μετακινείται εκτός σύνδεσης, στους διαδρόμους της τοπικής σας αλυσίδας παντοπωλείων.
«Οι έμποροι λιανικής σήμερα κάνουν σχεδόν ό,τι μπορούν για να λάβουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για εσάς, γιατί αυτή είναι μια εντελώς νέα ροή εσόδων για αυτούς», είπε, μιλώντας στο CNBC, ο R.J. Cross, διευθυντής της καμπάνιας Don’t Sell My Data (Μην Πουλάτε τα Δεδομένα μου).
«Σχεδόν κάθε εταιρεία από την οποία ψωνίζετε σήμερα ασχολείται με την πώληση των δεδομένων σας και εσείς και τα δεδομένα σας είστε το τελευταίο προϊόν της [προς πώληση]».
Εκατοντάδες δισ. η αγορά μεσιτών δεδομένων
Το 2021 η αγορά μεσιτών δεδομένων αποτιμήθηκε σε 319 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτή η αξία αναμένεται να ξεπεράσει τα 545 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2028.
Στο παρελθόν, οι λιανοπωλητές αγόραζαν δεδομένα από μεσίτες δεδομένων για να έχουν μια καλύτερη ιδέα για τις τάσεις των καταναλωτών.
Τώρα, βγάζουν από τη μέση τον μεσάζοντα και συλλέγουν δεδομένα καταναλωτών απευθείας μέσω «εργαλείων» όπως προγράμματα αφοσίωσης, παρακολούθηση τοποθεσίας, χρήση εφαρμογών, ακόμη και ψηφιακές αποδείξεις.
«Το πρόσωπό μου είναι μέρος των δεδομένων που καταγράφονται, η συμπεριφορά μου και όλα αυτά δίνουν πολύ περισσότερες πληροφορίες για εμένα, την ηλικία μου, το φύλο μου, την εθνικότητα μου», εξήγησε ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Refive, Mitul Jain. «Και όλες αυτές οι πληροφορίες μπορούν στη συνέχεια να συνδυαστούν ξανά μαζί με όλες αυτές τις άλλες μικρές λεπτομέρειες που άφησα πίσω μου από τη διαδρομή μου για τα ψώνια».
Πηγή: ΟΤ.gr