Όταν πριν από λίγους μήνες τέθηκαν προς πώληση διαμερίσματα σε ένα πολυτελές συγκρότημα στο Calle Padilla στη συνοικία Salamanca της Μαδρίτης, περισσότερα από τα μισά βρέθηκαν στην ιδιοκτησία ευκατάστατων Μεξικανών. Και αυτό δεν θα προκαλούσε καμία απορία, εάν το κτίριο των 25 διαμερισμάτων με τιμή διάθεσης που έφταναν μέχρι και τα 3 εκατομμύρια ευρώ το ένα, δεν χρηματοδοτούνταν κυρίως από ομοεθνείς τους επενδυτές, σε μια κίνηση που αποκαλύπτει την παρουσία των πολιτών της λατινοαμερικανικής χώρας στην ισπανική πρωτεύουσα.
Από το 2020, οι Μεξικανοί έχουν δαπανήσει περισσότερα από 700 εκατομμύρια ευρώ σε ισπανικά ακίνητα και κατασκευές, σύμφωνα με στοιχεία άμεσων ξένων επενδύσεων. Όπως και άλλοι λατινοαμερικανοί αγοράζουν δεύτερες ή τρίτες κατοικίες και επενδύουν τις οικονομίες τους σε πολυτελή ακίνητα.
Τι οδήγησε τους Μεξικανούς στην Ισπανία
«Η Μαδρίτη έχει γίνει το νέο Μαϊάμι», δήλωσε ο Χοσέ Μανουέλ Ορτέγκα, πρώην επενδυτικός τραπεζίτης που τώρα συμβουλεύει ξένους για τα ισπανικά ακίνητα και την ιδιωτική τραπεζική.
Οι αριστερές κυβερνήσεις σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής οδήγησαν σε φυγή κεφαλαίων -όπως από τη Βενεζουέλα του Τσάβες το 2010- με τις πέντε μεγαλύτερες οικονομίες της περιοχής να βλέπουν περίπου 137 δισεκατομμύρια δολάρια να κάνουν φτερά το 2022, 41% υψηλότερα από το 2021 και τα περισσότερα από το 2010, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία του Ινστιτούτου Διεθνούς Χρηματοδότησης. Ενώ πολλά από αυτά έχουν φτάσει στο Μαϊάμι, γλωσσικές και πολιτιστικές συγγένειες έχουν φέρει ένα μέρος από αυτά στην Ισπανία.
Η είσοδος τόσων κεφαλαίων αλλάζει το πρόσωπο της Μαδρίτης, εκτινάσσοντας τις τιμές των πολυτελών ακινήτων στα ύψη και δημιουργώντας μια αναδυόμενη γαστρονομική σκηνή που υποστηρίζει τη νέα κοινότητα. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 6% πέρυσι, περισσότερο από ό,τι στις περισσότερες μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Knight Frank, ενώ σημείωσαν ρεκόρ για δεύτερο συνεχόμενο μήνα τον Απρίλιο, σύμφωνα με τον ιστότοπο ακινήτων Idealista.
Ζήτηση για εστιατόρια, ξενοδοχεία και τράπεζες
Οι νέες αφίξεις έφεραν «μια αλλαγή στις ώρες του μεσημεριανού γεύματος και του δείπνου στην Ισπανία, με πολλούς ντόπιους να τελειώνουν το μεσημεριανό γεύμα μόλις μια ώρα πριν οι ξένοι είναι έτοιμοι για δείπνο», εξήγησε ο Gonzalo Torres, κριτικός εστιατορίων με έδρα τη Μαδρίτη.
Με τη μετατόπιση στη ζήτηση οι φαρδιές, καταπράσινες λεωφόροι του 19ου αιώνα στη Salamanca γέμισαν με πολυτελή εστιατόρια, όπως τα βραβευμένα με αστέρια Michelin «Ramon Freixa Madrid» και «La Tasqueria», δίπλα στις ολοένα και περισσότερες πολυτελείς μπουτίκ και τα υποκαταστήματα των τραπεζών. Τα τελευταία δύο χρόνια, η Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA (BBVA), η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ισπανίας, άνοιξε δύο γραφεία στη Μαδρίτη για πλούσιους ιδιώτες. Η BBVA κατέχει και τη μεγαλύτερη τράπεζα στο Μεξικό, όπου έχει παρουσία και η ισπανική ανταγωνίστριά της, Banco Santander SA.
Ο Βραζιλιάνος σεφ Sandro Silva άνοιξε πολλά εστιατόρια στη Μαδρίτη, δημιουργώντας μια κουλτούρα ακριβότερου φαγητού που είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη στις πολυτελείς γειτονιές της πόλης. Ομοίως έπραξε και το εστιατόριο Robuchon και η αλυσίδα ξενοδοχείων Four Seasons που άνοιξαν τα δικά τους υποκαταστήματα στην ισπανική μητρόπολη. Την ίδια στιγμή, οι εύποροι Λατινοαμερικάνοι δίνουν ώθηση και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς, όπως οι ισπανικές σχολές διοίκησης επιχειρήσεων, όπως το IE και το Iese, που αποτελούν πλέον δημοφιλείς επιλογές για τα παιδιά εύπορων οικογενειών της Λατινικής Αμερικής.
Οι επιχειρηματικές ευκαιρίες
«Η Μαδρίτη έχει γίνει ο νέος, αγαπημένος προορισμός για τους Λατινοαμερικανούς, ως μια τάση που έχει επιταχυνθεί μετά την πανδημία το 2020», δήλωσε ο Victor Matarranz, επικεφαλής διαχείρισης περιουσίας στην Banco Santander. «Πρώτα, επισκέπτονται την πόλη ως τουρίστες και στη συνέχεια ενδιαφέρονται για αγορά ακινήτων και τώρα πλέον αναζητούν επιχειρηματικές ευκαιρίες».
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μεξικανού επιχειρηματία Manuel Gonzalez που αγόρασε ένα palazzo στο κέντρο της Μαδρίτης και φέτος το ανακαίνισε σε ένα από τα πιο πολυτελή εστιατόρια της πόλης, το Abya. Επίσης, ο Carlos Slim, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Λατινικής Αμερικής, κατέχει σημαντικά μερίδια στις εισηγμένες ισπανικές εταιρείες ακινήτων, Metrovacesa SA και Realia SA. Ο Carlos Fernandez Gonzalez, ο οποίος έκανε περιουσία στη μεξικανική βιομηχανία μπύρας, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος σε μία από τις μεγαλύτερες ισπανικές εταιρείες εμπορικών ακινήτων, την Inmobiliaria Colonial, και κατοικεί στην Ισπανία για αρκετά χρόνια.
Μεξικανοί, Αργεντινοί, Περουβιανοί και Κολομβιανοί είναι μεταξύ εκείνων που αναζητούν ακίνητα, σύμφωνα με κτηματομεσίτες. Οι επενδυτές επωφελούνται από το λεγόμενο πρόγραμμα χρυσής βίζας, το οποίο επιταχύνει τις άδειες παραμονής για αλλοδαπούς που ξοδεύουν τουλάχιστον 500.000 ευρώ σε ακίνητα, αρκεί να είναι χωρίς χρέη. Το αποτέλεσμα;
«Η τοπική σκηνή του real estate ήταν πολύ ήσυχη και τώρα αλλάζει με τους Μεξικανούς», επισήμανε ο Javier Kindelan Williams, επικεφαλής αποτίμησης και συμβούλων για την ηπειρωτική Ευρώπη στην συμβουλευτική εταιρεία CBRE. Η οικονομία της Μαδρίτης αποκτά μια νέα ενέργεια. Η πόλη αρχίζει να ανταγωνίζεται με το Παρίσι και το Βερολίνο στο θέμα της πολυτέλειας, αλλά με τιμές που είναι ευκαιρία. Ένα εκατομμύριο δολάρια μπορούν να αγοράσουν 106 τ.μ. στην ισπανική πρωτεύουσα, σε σύγκριση με 43 τ.μ. στο Παρίσι και 70 τ.μ. στο Βερολίνο, σύμφωνα και με την Knight Frank.
Πηγή: ΟΤ.gr