Ενώ τα μάτια όλου του κόσμου είναι στραμμένα στη Γάζα, ένα άλλο «δράμα» εκτυλίσσεται στην Ιερουσαλήμ. Εκεί, όπου νομοθέτες και υπουργοί της κυβέρνησης διαπληκτίζονται για το πώς θα πληρώσουν για τον πόλεμο κατά της Χαμάς. Υπάρχει εξάλλου μια διαμάχη για το πόσα -εάν υπάρχουν- από τα χρήματα, θα πρέπει να προέλθουν από τις ειδικές κατανομές που έγιναν νωρίτερα φέτος στους υπερορθόδοξους και στους εποίκους στη Δυτική Όχθη.
Οκτώ ημέρες μετά τη δολοφονική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς, ο Μπεζαλέλ Σμότριχ, ο ριζοσπάστης δεξιός που υπηρετεί ως υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι είχε δώσει οδηγίες για την αλλαγή της σειράς των προτεραιοτήτων του προϋπολογισμού. Εκείνη τη στιγμή, δεν φάνηκε να εξαιρεί τα λεγόμενα κονδύλια του συνασπισμού, μεγάλο μέρος των οποίων προορίζεται για τους υπερορθόδοξους και τους εποίκους.
Σύμφωνα με άρθρο των The New York Times, τα κονδύλια του συνασπισμού είναι μια προφανής δυνητική πηγή για την πολεμική προσπάθεια, επειδή δεν απαιτούνται για τις βασικές λειτουργίες της κυβέρνησης.
Πρόσφατα, ωστόσο, ο Σμότριχ έδειξε μικρό ενδιαφέρον για την εκτροπή των κονδυλίων που προορίζονταν για τους υπερορθόδοξους και τους εποίκους, προς τη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήεων και την παροχή βοήθειας στους εκτοπισμένους πολίτες. «Πραγματικά δεν υπάρχει έλλειψη χρημάτων», φέρεταινα δήλωσε Ισραηλινός υπουργός , σύμφωνα με άρθρο του TheMarker, της επιχειρηματικής εφημερίδας που δημοσιεύεται από τη Ha’aretz. Πιεζόμενος να απαντήσει ωστόσο για το αν κάποια χρηματοδότηση του πολέμου θα προέλθει όντως από τους υπερορθόδοξους και τους εποίκους, έσπευσε να επισημάνει «Τουλάχιστον στον πόλεμο, ας αφήσουμε τον λαϊκισμό στην άκρη».
Υπερορθόδοξοι και έποικοι
Η φαινομενική προστασία του Σμότριχ υπέρ των ειδικών κονδυλίων για τους υπερορθόδοξους και το κίνημα των εποίκων είναι απίθανο να αρέσει σε πολλούς Ισραηλινούς, καθώς υπήρχε δυσαρέσκεια και ανυπομονησία με το τι θα γίνει με αυτές τις δύο ομάδες και πριν από τον πόλεμο. Τώρα είναι πιθανότατα ακόμη πιο έντονη.
Ένας λόγος είναι ότι σχεδόν οι μισοί από τους υπερορθόδοξους άνδρες δεν εργάζονται και η συντριπτική πλειοψηφία δεν υπηρετεί στο στρατό. Οι υπερορθόδοξοι έχουν το δικό τους σχολικό σύστημα, που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση, το οποίο διδάσκει ελάχιστες ή και καθόλου δεξιότητες που απαιτούνται από το σύγχρονο εργατικό δυναμικό. Ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε πέρυσι την άνοιξη, αυξάνει την κρατική χρηματοδότηση για τα θρησκευτικά σεμινάρια κατά τουλάχιστον 50% και υπερτριπλασιάζει τη χρηματοδότηση για το υπερορθόδοξο σχολικό σύστημα, σύμφωνα με μια εκτίμηση της ομάδας πολιτικών ερευνών του Berl Katznelson Center.
Όσον αφορά τους εποίκους, η ταχεία επέκτασή τους στη Δυτική Όχθη, που επιδοτείται από τη δεξιά κυβέρνηση, εξοργίζει τους Παλαιστίνιους όπως και τους Άραβες σε άλλες χώρες. Το Διεθνές Δικαστήριο εξάλλου έχει δηλώσει ότι οι εποικισμοί παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο – μια στάση όμως που η ισραηλινή κυβέρνηση απορρίπτει. Ο Σμότριχ είναι ένας εκ των ισχυρότερων υποστηρικτών του κινήματος των εποίκων. Απέκτησε νέες εξουσίες επί της ζωής των πολιτών στη Δυτική Όχθη ως προϋπόθεση για την ένταξή του στην κυβέρνηση Νετανιάχου.
Αυτός ενέκρινε την κατασκευή χιλιάδων ακόμη κατοικιών στα κατεχόμενα εδάφη και δυσκόλεψε την οικοδόμηση νέων και τη μετακίνηση των Παλαιστινίων. Έχει γράψει ότι στόχος του είναι η πλήρης κατάληψη της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ, με τους Άραβες κατοίκους να έχουν τοπική αυτοδιοίκηση αλλά όχι δικαίωμα ψήφου, τουλάχιστον στην αρχή, στις εθνικές εκλογές.
Και ενώ το πολιτικό σύστημα δεν έχει σταματήσει τον Σμότριτς και άλλα δεξιά στελέχη του υπουργικού συμβουλίου Νετανιάχου -συμπεριλαμβανομένου του Ιταμάρ Μπεν Γκβίρ, του υπουργού εθνικής ασφάλειας – η οικονομική πραγματικότητα είναι αυτή που μπορεί να τους επιβραδύνει. Καθώς οι πολεμικές δαπάνες αυξάνονται, θα υπάρχει αυξανόμενη πίεση για να πάρουν πίσω μέρος της ειδικής βοήθειας που υποσχέθηκαν στους υπερορθόδοξους και τους εποίκους.
Σε οικονομική δυσπραγία το Ισραήλ
Το Ισραήλ έχει κινητοποιήσει περίπου 360.000 στρατιώτες για μια πιθανή εισβολή στη Γάζα και για να υπερασπιστεί το Ισραήλ από μια πιθανή πλήρους κλίμακας επίθεση της Χεζμπολάχ από τα βόρεια σύνορα – κάτι που απομακρύνει πολλούς εργαζόμενους πρώτης ηλικίας από το εργατικό δυναμικό. Επιπλέον, πολλοί Ισραηλινοί έχουν απομακρυνθεί από πόλεις και χωριά κοντά στη Γάζα και τα σύνορα με το Λίβανο. Ορισμένοι στεγάζονται με έξοδα της κυβέρνησης, την ίδια στιγμή που τα έσοδα από τον τουρισμό έχουν συρρικνωθεί. Μακροπρόθεσμα, ίσως το μεγαλύτερο κόστος θα είναι η ενίσχυση της άμυνας ώστε οι άνθρωποι να αισθάνονται ασφαλείς επιστρέφοντας σε αυτές τις περιοχές. Ο υποτιθέμενος απόρθητος φράχτης στα σύνορα με τη Γάζα σαφώς και δεν ήταν.
Το ισραηλινό σέκελ, το οποίο είχε ήδη χάσει την ισχύ του, έχει υποχωρήσει κατά 5% έναντι του δολαρίου από τις αρχές του μήνα, πριν από την επίθεση της Χαμάς. «Η αξία του σέκελ είναι ένας καταγραφέας των συναισθημάτων των επενδυτών για το Ισραήλ», είπε ο Καρνίτ Φλουγκ, πρώην διοικητής της Τράπεζας του Ισραήλ στους The New York Times και τον Peter Coy. «Οι δείκτες των ισραηλινών μετοχών έχουν υποχωρήσει και το κόστος της αγοράς προστασίας από την αθέτηση πληρωμών των κρατικών ομολόγων έχει εκτοξευθεί στα ύψη. Η Standard & Poor’s Global Ratings, η Moody’s Investors Service και η Fitch Ratings έχουν προειδοποιήσει ότι ενδέχεται να μειώσουν τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις αυτών των ομολόγων», συμπλήρωσε.
Είναι σημαντικό να μην υπερεκτιμάται η οικονομική δυσπραγία του Ισραήλ. Πριν από την επίθεση της Χαμάς, η οικονομία ήταν υγιής, η ανεργία ήταν χαμηλή, ο πληθωρισμός υπό έλεγχο, το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν μικρό (περίπου στο 1,3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος), τα συναλλαγματικά αποθέματα ήταν άφθονα και αυτό που ονομάζεται ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – ένα ευρύ μέτρο του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών συν το εισόδημα από επενδύσεις – ήταν πλεονασματικό.
Το καλό και το κακό σενάριο
Η Τράπεζα του Ισραήλ προέβλεψε τη Δευτέρα ότι εάν ο πόλεμος έχει ως επί το πλείστον τελειώσει μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου και περιοριστεί στη Γάζα, η ανάπτυξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος θα ανέλθει στο 2,3% φέτος (0,7 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την προπολεμική πρόβλεψή της) και 2,8% το 2024 (μείωση 0,2 ποσοστιαίες μονάδες από την προπολεμική πρόβλεψή). Εάν τα νούμερα είναι αυτά, τότε εκφράζουν ένα υγιές οικοσύστημα.
Από την άλλη πλευρά, τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν πολύ χειρότερα – αν οι υποστηριζόμενες από το Ιράν δυνάμεις της Χεζμπολάχ στο νότιο Λίβανο επιτεθούν σε μεγάλη κλίμακα ή αν τα πράγματα πάνε άσχημα για την Ισραήλ στη Γάζα. Ακόμη και μια παρατεταμένη περίοδος αβεβαιότητας θα ήταν επιβλαβής. Ο Manuel Trajtenberg, ισραηλινός οικονομολόγος που έχει υπηρετήσει στην Κνεσέτ και στην κυβέρνηση σε ρόλο συμβούλου, έκανε λόγο για «την πρωτοφανή δύσκολη θέση του Ισραήλ από την ίδρυση του έθνους το 1948: πολλά στρατεύματα κινητοποιήθηκαν, πολλοί άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους, και κανείς δεν έχει καμία ιδέα για το πότε θα τελειώσει όλο αυτό. Η ιδέα ότι οι Εβραίοι είναι πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα, είναι αδιανόητη για εμάς».
Τι μέλει γενέσθαι
Ως μια μικρή χώρα σε μια επικίνδυνη γειτονιά, το Ισραήλ έχει λιγότερη εμπιστοσύνη από τους επενδυτές απ’ ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτό κατά νου, ο Trajtenberg υποστηρίζει ότι το Ισραήλ θα πρέπει να διατηρήσει τα οικονομικά του σε τάξη, εν μέρει με την εκτροπή κεφαλαίων από τους υπερορθόδοξους και τους εποίκους για να πληρώσει για τον πόλεμο, αντί να δανείζεται απλώς τα χρήματα.
«Από τη στιγμή που θα ακολουθήσουμε αυτή την οδό, του δανεισμού αντί της αναπροσαρμογής των προτεραιοτήτων, είναι ένα πολύ κακό μήνυμα για μια χώρα που ήδη περνάει κρίση», δήλωσε ο Trajtenberg. «Πρέπει να δοθεί το μήνυμα ότι το Ισραήλ μπορεί να είναι δημοσιονομικά υπεύθυνο».
Ο Flug, ο πρώην επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, ο οποίος είναι τώρα αντιπρόεδρος έρευνας στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, είχε παρόμοιο μήνυμα. «Νομίζω ότι είναι πολύ ανεύθυνο να υπάρχει μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η βιωσιμότητα του χρέους μας θα αμφισβητηθεί από την αγορά».
Προς το παρόν το Ισραήλ παραμένει σε κατάσταση σοκ από τη θανατηφόρα επίθεση της Χαμάς και διχασμένο για το πώς θα αντιμετωπίσει την απειλή που συνεχίζει να προέρχεται από τη Γάζα. Καθώς περνούν οι εβδομάδες, όμως, οι New York Times προβλέπουν ότι ο κόσμος θα επιστρέψει στα ζητήματα που απασχολούσαν τη χώρα πριν από το χτύπημα της Χαμάς. Και η δημόσια πίεση για υποχωρήσεις από τους υπερορθόδοξους και τους εποίκους – ομάδες που επικαλύπτονται, παρεμπιπτόντως – είναι βέβαιο ότι θα αυξηθούν.
Πηγή: ΟΤ.gr