Economy
Πληθωρισμός: Ο στόχος του 2% μπορεί να μην είναι «ιερός» για πολύ ακόμη
Η γεωπολιτική, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, περιπλέκει τους υπολογισμούς
Πληθωρισμός: Ο στόχος του 2% μπορεί να μην είναι «ιερός» για πολύ ακόμη

Νωρίτερα αυτό το μήνα, η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη εξέδωσε την ετήσια έκθεσή του. Αυτή περιλάμβανε μια νέα ανατροπή: μια έκκληση προς τις δυτικές κεντρικές τράπεζες να επανεξετάσουν τις εντολές τους.

«Οι κεντρικοί τραπεζίτες θα πρέπει να χαλαρώσουν τον στόχο τους για τον πληθωρισμό 2% και να αναλάβουν ευρύτερο σταθεροποιητικό ρόλο», δήλωσε η ομάδα με έδρα τη Γενεύη, υποστηρίζοντας ότι «η αυστηρότερη νομισματική πολιτική μέχρι στιγμής έχει συμβάλει ελάχιστα στη χαλάρωση των τιμών [αλλά απέδωσε] ένα μεγάλο κόστος όσον αφορά ανισότητα και κατεστραμμένες επενδυτικές προοπτικές».

Με άρθρο της στους Financial Times η Gillian Tett εκφράζει την αμφιβολίες για το κατά πόσον οι traders θα δώσουν προσοχή σε αυτό: για αυτούς το UNCTAD είναι απλώς ένας φορέας μιας αρτηριοσκληρωτικής γραφειοκρατίας. Και ανάλογη αναμένεται να είναι η ανταπόκριση του προέδρου της Federal Reserve, Τζέι Πάουελ και των ομολόγων του στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Το μάντρα

Σε τελική ανάλυση, το μάντρα από αυτούς τους κεντρικούς τραπεζίτες είναι ότι ο στόχος του 2% είναι (ακόμα) ένας ιερός μεσοπρόθεσμος στόχος. Και αξιωματούχοι όπως ο Πάουελ επιμένουν ότι ο πληθωρισμός υποχωρεί σταθερά από τα υψηλά επίπεδα του περασμένου έτους — και θα πρέπει να συνεχίσει να το κάνει.

Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια: στην Αμερική, ας πούμε, ο δείκτης τιμών καταναλωτή τον Σεπτέμβριο ήταν 3,7% ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 6,7%.

Η Tett υπογραμμίζει ότι παρά το γεγονός ότι η έκθεση της UNCTAD δεν θα τύχει της απαιτούμενης προσοχής, αποκρυσταλλώνει ένα ερώτημα που τίθεται ευρέως τελευταία από φωνές του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα: υπάρχει νόημα να διατηρηθεί αυτός ο στόχος του 2% σε έναν κόσμο όπου ο πληθωρισμός φαίνεται πιθανό να παραμείνει πάνω από αυτό το επίπεδο για το άμεσο μέλλον — ακόμα κι αν είναι « μόνο» γύρω στο 4%;

3% το 2%

Μάλιστα, ένας περιφερειακός πρόεδρος της Fed της είπε αυτό το καλοκαίρι, ότι: «όλοι συνεχίζουν να ρωτούν αν το τρία [τοις εκατό] είναι τα νέο δύο».

Τα συγκεκριμένα ερωτήματα φαίνεται ότι θα γίνουν περισσότερο, όχι λιγότερο, έντονα τους επόμενους μήνες, ιδιαίτερα δεδομένων των φρικτών γεγονότων που εκτυλίσσονται τώρα στη Μέση Ανατολή.

Αυτό δεν οφείλεται απαραίτητα στο σενάριο που ανησυχεί επί του παρόντος ορισμένους επενδυτές — δηλαδή ότι αυτή η σύγκρουση θα διαταράξει τον ενεργειακό εφοδιασμό παρόμοιο με αυτόν του  1973.

«Αυτή η φορά θα είναι διαφορετική», υποστηρίζει ο Phil Verleger, ενεργειακός οικονομολόγος, που έλαβε το βάπτισμα του πυρός κατά τη διάρκεια του σοκ του 1973. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αυξανόμενη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιτρέπει τη διαφοροποίηση από το πετρέλαιο, και τα τρέχοντα γεγονότα πιθανότατα θα την επιταχύνουν. Αλλά η χρήση ενέργειας έχει γίνει επίσης πιο αποτελεσματική: το ΔΝΤ υπολογίζει ότι υπάρχει τώρα 3,5 φορές μεγαλύτερη ανάπτυξη ανά βαρέλι πετρελαίου από ό,τι πριν από 50 χρόνια.

Αλλά ακόμα κι αν μια ακριβής επανάληψη του 1973 είναι απίθανη, οι τιμές του πετρελαίου έχουν ήδη εκτιναχθεί και είναι πιθανό να συνεχίσουν με τρόπο που θα υπονομεύσει τις πιθανότητες περαιτέρω πτώσης του πληθωρισμού.

Γεωπολιτική

Παράλληλα η γεωπολιτική αλλάζει τις αλυσίδες εφοδιασμού με πληθωριστικό τρόπο και αυτό το πλήγμα θα μπορούσε να επιδεινωθεί. Ο Ray Dalio, ο ιδρυτής της Bridgewater πιστεύει ότι οι πιθανότητες ενός «παγκόσμιου θερμού πολέμου» έχουν πλέον αυξηθεί στο 50%, σε σύγκριση με το 35% πριν από δύο χρόνια. Επομένως, ο κίνδυνος που στοιχειώνει τους επενδυτές δεν είναι «μόνο» μια επανάληψη της δεκαετίας του 1970, αλλά και της δεκαετίας του 1930 — και ο πόλεμος τείνει να είναι πληθωριστικός.

Αυτό σημαίνει ότι το ολέθριο πρόβλημα για τους κεντρικούς τραπεζίτες είναι ότι οι τιμές δεν διαμορφώνονται πλέον «απλώς» από τους κύκλους ζήτησης. Αντίθετα, όπως διεφάνη για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, και ισχύει έως σήμερα, είναι ζητήματα εφοδιασμού, για τα οποία υπάρχουν πολύ λιγότερα εργαλεία.

Επιπλέον, ορισμένοι οικονομολόγοι υποψιάζονται ότι οι κύκλοι της αμερικανικής καταναλωτικής ζήτησης εξομαλύνονται με τη διόγκωση των κρατικών επιδοτήσεων, αμβλύνοντας περαιτέρω την παραδοσιακή τους ανάλυση.

Αυτό σημαίνει ότι εάν οι κεντρικές τράπεζες ήθελαν να είναι βέβαιες ότι θα πετύχουν τον στόχο πληθωρισμού 2% σύντομα, θα χρειάζονταν πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων από ό,τι περίμεναν αρχικά (ή οποιοσδήποτε άλλος).

Για παράδειγμα, ο Kevin Hassett, πρώην Επικεφαλής Οικονομικός Σύμβουλος του Λευκού Οίκου, λέει ότι τα μοντέλα που χρησιμοποιούν τον λεγόμενο κανόνα Taylor υποδηλώνουν ότι τα επιτόκια στις ΗΠΑ θα πρέπει να αυξηθούν από το τρέχον 5,25% στο 6% ή 7%, και κάποιοι άλλοι τα τοποθετούν ακόμη υψηλότερα.

Οι επιλογές

Οι αυξήσεις αυτού του μεγέθους δεν θα ήταν δημοφιλείς στους καταναλωτές.

Παράλληλα θα έβλαπταν τις τράπεζες, όπως είδαμε νωρίτερα φέτος. Οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες θα υποφέρουν επίσης, δεδομένου ότι το εταιρικό χρέος σχεδόν 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί τα επόμενα δύο χρόνια. Και ενώ αυτό αντιπροσωπεύει μόνο το 16%.

Τι θα κάνουν λοιπόν οι κεντρικές τράπεζες;

Οι επιλογές σύμφωνα με τους FT είναι συγκεκριμένες: μπορούν να αυξήσουν κι άλλο τα επιτόκια για πετύχουν τον στόχο του 2%, να παραδεχθούν δημοσίως ότι το τρία (ή και τέσσερα) τοις εκατό είναι το νέο δύο, ή να υποβαθμίσουν σιωπηρά τον στόχο έως ότου κάτι – οτιδήποτε – αλλάξει τους παράγοντες από την πλευρά της προσφοράς ή/και την πλήρη ύφεση.

Η ίδια Gillian Tett στοιχηματίζει υπέρ της τρίτης επιλογής, τονίζοντας ότι είναι ίσως το λιγότερο κακό ανάμεσα σε αυτές τις δυσάρεστες επιλογές. «Αλλά λογική ή όχι, αυτή η στρατηγική μυρίζει επίσης διογκούμενη υποκρισία – και, το πιο σημαντικό, μια μυρωδιά ανικανότητας» τονίζει. 

Πηγή: ΟΤ.gr