Η Κλόντια Γκόλντιν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έχει αφιερώσει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της διερευνώντας τους λόγους για τους οποίους παραμένει το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στην αγορά εργασίας και πώς αυτό μπορεί να περιοριστεί.
Φέτος, η Γκόλντιν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά για την πρωτοποριακή έρευνά της για τις γυναίκες στην αγορά εργασίας, καθιστώντας την μόλις την τρίτη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο και την πρώτη που το έλαβε εξ ολοκλήρου μόνη της.
Μέσω της πολυετούς έρευνάς της, η 77χρονη σήμερα ερευνήτρια οικονομολόγος, έδωσε την πρώτη ολοκληρωμένη περιγραφή των αποδοχών και των αποτελεσμάτων της αγοράς εργασίας των αμερικανίδων σε βάθος αιώνων, όπως ανέφερε η επιτροπή Νόμπελ ανακοινώνοντας τη βράβευση.
Έχοντας διδακτορικό στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, έγινε η πρώτη γυναίκα που της προσφέρθηκε θέση στο οικονομικό τμήμα του Χάρβαρντ το 1990.
Η έρευνά της αποτυπώνει πώς η διαδικασία γεφύρωσης του μισθολογικού χάσματος στάθηκε ιστορικά άνιση σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, προσαρμόζεται ανάλογα με τους κοινωνικούς κανόνες και τις προσδοκίες των ίδιων των γυναικών σχετικά με τις προοπτικές σταδιοδρομίας και τους ρόλους τους στο σπίτι.
Η ίδια η ερευνήτρια παρομοιάζει τη δουλειά της με αυτή του ντετέκτιβ: Καθώς οι δουλειές των γυναικών συχνά δεν εμφανίζονταν στα ιστορικά αρχεία, έπρεπε να στραφεί σε άλλες μοναδικές πηγές, από λίστες θέσεων εργασίας διαχωρισμένων κατά φύλο της δεκαετίας του 1930 έως επιχειρηματικούς καταλόγους του 18ου αιώνα, για να εξηγήσει πώς τα γεγονότα, οι θεσμοί και οι τεχνολογικές καινοτομίες —όπως το αντισυλληπτικό χάπι— επηρεάζουν την οικονομική δύναμη των γυναικών.
Στα στερεότυπα η καρδιά του προβλήματος
Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα που αποκάλυψε στην έρευνά της είναι ότι οι διαφορές στις αμοιβές και στη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό δεν μπορούν να αποδοθούν σε βιολογικές διαφορές, αλλά στον καταμερισμό της απλήρωτης φροντίδας και της οικιακής εργασίας μεταξύ ετεροφυλόφιλων ζευγαριών. Η καρδιά του προβλήματος, δηλαδή, βρίσκεται στην ίδια τη σχέση των ζευγαριών μέσα στο σπίτι. Η οποία, φυσικά, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κοινωνικά πρότυπα και τις επιταγές της κάθε εποχής.
«Δεν πρόκειται ποτέ να έχουμε ισότητα των φύλων ή να μειώσουμε τη διαφορά στις αμοιβές, μέχρι να έχουμε την ισότητα ανάμεσα στα ζευγάρια», δήλωσε η Γκόλντιν, μιλώντας στο CNBC.
Στο παρελθόν, η διαφορά στις αποδοχές μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορούσε να αποδοθεί στο μορφωτικό επίπεδο και στις επιλογές του επαγγέλματος.
Ωστόσο, η επιτροπή Νόμπελ επεσήμανε ότι η καθηγήτρια οικονομολόγος κατέδειξε με αδιάσειστα στοιχεία ότι το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς αποδοχών στις μέρες μας παρατηρείται μεταξύ ανδρών και γυναικών στις ίδιες θέσεις εργασίας – και ότι εμφανίζεται κυρίως μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού μιας γυναίκας.
Ισότητα παντού
Προκύπτει το εξαιρετικά ενδιαφέρον συμπέρασμα που πρέπει να προβληματίσει ευρέως σε επίπεδο κοινωνικό, αλλά και πολιτικό, (εάν δεχθούμε ότι οι πολιτικές επηρεάζουν τη διαμόρφωση αξιακών συστημάτων), ότι εάν οι γυναίκες μπορούν να επιτύχουν ισότητα στις οικογένειές τους, έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν ισότητα και στην εργασία.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όταν οι γυναίκες αναλαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στη φροντίδα των παιδιών, στις δουλειές του σπιτιού και στη φροντίδα των ηλικιωμένων, «έχουν λιγότερο χρόνο να αφιερώσουν στην καριέρα τους και, με αυτόν τον τρόπο, κερδίζουν λιγότερα», εξηγεί η Γκόλντιν.
Η πραγματική δικαιοσύνη για ζευγάρια με διπλή σταδιοδρομία παραμένει «απογοητευτικά απρόσιτη», προσθέτει, λόγω των «απαιτητικών θέσεων εργασίας» (σ.σ.: η ακριβής απόδοση του όρου που χρησιμοποιεί η ερευνήτρια είναι «άπληστες» θέσεις εργασίας) και των στερεοτύπων σε σχέση με τους ρόλους του ζευγαριού μέσα στην οικογένεια, και, κυρίως, με το ποιος πρέπει να φροντίζει περισσότερο τα παιδιά.
Οι «καλές» δουλειές είναι για τους άντρες;
Οι «απαιτητικές δουλειές» είναι υψηλά αμειβόμενες, υψηλής πίεσης θέσεις, που απαιτούν από τους ανθρώπους να δίνουν προτεραιότητα στην εργασία έναντι όλων των άλλων πτυχών της ζωής τους. Όπως επισημαίνει η Γκόλντιν, αυτές οι δουλειές συνοδεύονται από έναν ανταγωνιστικό μισθό βάζοντας τους ανθρώπους απέναντι σε μια δύσκολη επιλογή: Τελικά, ο ένας γονέας πρέπει να είναι διαθέσιμος στο σπίτι, και αυτό είναι ακόμα πιο συχνά η γυναίκα.
Ένα ζευγάρι με ισότιμα καταμερισμένους ρόλους, προσθέτει, ίσως να είναι πιο ευτυχισμένο, και θα έφερναν στο σπίτι χρήματα που συχνά είναι πολλά.
«Άβολα» ερωτήματα
Δείχνοντας τον δρόμο προς την αντιμετώπιση του προβλήματος, σε πρακτικό επίπεδο, προτείνει μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση για την παιδική μέριμνα και υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να μοιραστούν καθήκοντα, αντί να εξαντληθούν. Αυτό «μπορεί να συμβάλει στη μείωση της διαφοράς στις αμοιβές μεταξύ των φύλων», λέει η ίδια.
Όμως παραμένουν μεγάλα ερωτήματα που δεν συζητιούνται ανοιχτά στις κοινωνίες και στις οικογένειες, ακόμη και το 2023. «Για παράδειγμα: Γιατί οι γυναίκες -και όχι οι άνδρες- κάνουν πίσω από αυτές τις υψηλότερα αμειβόμενες ευκαιρίες;» λέει ο Γκόλντιν. «Και πώς μπορούμε να κάνουμε αυτές τις δουλειές λιγότερο απαιτητικές, χωρίς να τις κάνουμε λιγότερο παραγωγικές;». Αυτή, επισημαίνει, είναι η επόμενη πρόκληση που χρειάζεται απαντήσεις.
Για την ιστορία…
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία για την Ευρώπη, οι γυναίκες στην ΕΕ κερδίζουν περίπου 12,7% λιγότερο ανά ώρα εργασίας από τους άνδρες. Υπάρχουν, όμως, σημαντικές διαφορές μεταξύ κρατών-μελών: το 2021 η μεγαλύτερη διαφορά αμοιβών σημειώθηκε στην Εσθονία (20,5%), ενώ η χώρα της ΕΕ με το χαμηλότερο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων ήταν η Ρουμανία (0,7-3,6%). Το Λουξεμβούργο έχει κλείσει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Στην Ελλάδα το ποσοστό διαμορφώνεται στο 10,4%.
Παρότι περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες ολοκληρώνουν σπουδές ανώτατης εκπαίδευσης στην ΕΕ, εκπροσωπούνται λιγότερο στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του 2022, σχεδόν το ένα τρίτο των γυναικών (28%) εργάζονται με μερική απασχόληση σε σύγκριση με το 8% των ανδρών και είναι πολύ πιο πιθανό να σταματήσουν την εργασία τους για να φροντίσουν παιδιά και συγγενείς.
Έχει, ακόμα, παρατηρηθεί ότι η διαφορά αμοιβών μεταξύ των φύλων αυξάνεται με την ηλικία – αύξηση η οποία μπορεί να οφείλεται σε περιόδους προσωρινής διακοπής της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, αν και τα ποσοστά διαφέρουν αρκετά από χώρα σε χώρα. Το μισθολογικό χάσμα διαφέρει, επίσης, από τομέα σε τομέα: το 2021, το χάσμα ήταν μεγαλύτερο στον ιδιωτικό τομέα απ’ ό,τι στο δημόσιο στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Μια σημαντική αιτία του μισθολογικού χάσματος, όπως διαπιστώνει το ευρωκοινοβούλιο, είναι η υπερεκπροσώπηση των γυναικών σε σχετικά χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπως είναι ο τομέας των πωλήσεων και της εκπαίδευσης. Σε ορισμένους τομείς εργασίας, όπως είναι η επιστήμη ή η τεχνολογία, το ποσοστό απασχόλησης ανδρών είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των γυναικών. Το 2020, για παράδειγμα, οι γυναίκες κατείχαν το 34,7% των διευθυντικών θέσεων στην ΕΕ.
Με λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για αποταμίευση και επένδυση, τα χάσματα αυτά συσσωρεύονται και οι γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας. Το 2021, οι γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω έλαβαν συντάξεις που ήταν κατά 28,3% χαμηλότερες σε σχέση με αυτές των ανδρών.
Πηγή: ΟΤ.gr