Έχουν επενδύσει στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Δύο ακόμη κινεζικές εταιρείες, η επίσης κρατική η China Merchants Port Holdings και η Hutchison Ports, μέλος της ιδιωτικής εταιρείας CK Hutchison Holdings με έδρα το Χονγκ Κονγκ (πρώην Hutchison Whampoa), επένδυσαν σε ευρωπαϊκά λιμάνια.
Αυτή η συνεχής επενδυτική κινεζική δραστηριότητα σε βασικές, στρατηγικού χαρακτήρα υποδομές προκάλεσε ανησυχία στην Κομισιόν, αναφέρει σε σχετική της έρευνα η Alphaliner και την υποχρέωσε να θεσπίσει νέους κανόνες τον Δεκέμβριο αναφορικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις στις ευρωπαϊκές υποδομές.
Με στόχο τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων, τα μέτρα απαιτούν την παρακολούθηση των πιθανών απειλών που δημιουργούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων. Μεταξύ άλλων, οι επικριτές αυτής της επέκτασης ισχυρίζονται ότι οι κινεζικές επενδύσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών λιμενικών εταιρειών, σε αλλαγή των εμπορικών ροών, σε πρόσβαση των Κινέζων στη λειτουργία των ευρωπαϊκών λιμένων και σε πίεση προς τους ευρωπαϊκούς φορείς για τη διατήρηση καλών σχέσεων με την Κίνα.
Να σημειωθεί ότι η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2022, εξάγοντας αγαθά αξίας 230 δισ. ευρώ στα κράτη μέλη, καθώς και ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας αγαθών από την ΕΕ.
Τί ανησυχεί την Alphaliner
Η ανησυχία δεν αφορά τόσο τον μετοχικό έλεγχο όσο τη γενικότερη παρουσία των Κινέζων, σημειώνει η Alphaliner. Προσθέτει ότι στα μέσα του 2023, οι κινεζικοί κρατικοί φορείς κατείχαν πλήρη ή μεγάλο πλειοψηφικό έλεγχο μόνο στα εξής ευρωπαϊκά λιμάνια: Η COSCO SP κατείχε το 90% του CSP Zeebrugge και το 100% των προβλητών 1 & 2 του Πειραιά καθώς και το 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς.
Το Zeebrugge παραμένει ένα περιθωριακό λιμάνι, το οποίο διαχειρίζεται δύο γραμμές Ασίας – Ευρώπης και μια ιρλανδική υπηρεσία τροφοδοσίας της COSCO SHIPPING Lines OOCL. Ο Πειραιάς αντιπροσωπεύει μια πιο σημαντική επένδυση αλλά η COSCO SP όπως αναγνωρίζεται, έφερε επενδύσεις στο λιμάνι και οι όγκοι φορτίων ξεπέρασαν τα 5 εκατ. teu για πρώτη φορά το 2022.
Οι τερματικοί σταθμοί
Μέχρι στο τέλος του προηγούμενου Αυγούστου οι κινεζικές εταιρείες κατείχαν επενδύσεις σε περίπου 31 λιμενικούς τερματικούς σταθμούς εμπορευματοκιβωτίων στην Βόρεια Ευρώπη και τη Μεσόγειο (27 στην ΕΕ, ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τρείς στην Τουρκία), γεγονός που αντικατοπτρίζει την αυξημένη δραστηριότητα των κρατικών παικτών της Κίνας στο ευρωπαϊκό λιμενικό δίκτυο από το 2016, αναφέρει η Alphaliner.
Η COSCO Shipping Ports
Η συζήτηση σχετικά με την κινεζική επιρροή στις μεταφορικές υποδομές της Ευρώπης αναζωπυρώθηκε και πάλι φέτος μετά την πολυσυζητημένη προσφορά της COSCO Shipping Ports (COSCO SP) για την εξαγορά του 35% του μικρότερου τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων του Αμβούργου, Tollerort Terminal (CTT), η οποία τελικά ολοκληρώθηκε με την απόκτηση μικρότερου ποσοστού (24,99%).
Με την προσθήκη του Tollerort, η COSCO SP κατέχει πλέον μετοχές σε έντεκα τερματικούς σταθμούς σε έξι χώρες της ΕΕ (Βέλγιο, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία) και την Τουρκία. O κινεζικός όμιλος το 2016 κατέγραψε έσοδα 176 εκατ. δολαρίων ή το 32% των συνολικών εσόδων, ενώ το 2022 το ποσό αυξήθηκε συα σε 682 εκατ. δολάρια ή στο 47% των συνολικών εσόδων.
Εκτός από τους έντεκα τερματικούς σταθμούς της COSCO SP, η επίσης κρατική εταιρεία China Merchants Port Holdings, κατέχει επενδύσεις σε εννέα τερματικούς σταθμούς, με μεγαλύτερη έμφαση στα λιμάνια της νότιας Ευρώπης (Γαλλία, Ελλάδα, Μάλτα, Ολλανδία) και την Τουρκία. Από τα μέσα του 2023, συμμετέχει σε όλες τις ευρωπαϊκές επενδύσεις της, με εξαίρεση τον τερματικό σταθμό Kumport στην Τουρκία.
Διαχειριστής στο Ρότερνταμ
Η Hutchison Ports, μέρος της ιδιωτικής εταιρείας CK Hutchison Holdings με έδρα το Χονγκ Κονγκ (πρώην Hutchison Whampoa), συμμετέχει με επενδύσεις σε οκτώ ευρωπαϊκούς τερματικούς σταθμούς σε πέντε χώρες και είναι σήμερα ο μεγαλύτερος διαχειριστής τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων στο Ρότερνταμ.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος