Πιστεύω ότι οι δικηγόροι της Λευκωσίας αξίζει να έχουν επάξια και διεκδικητική εκπροσώπηση, να δημιουργούν και όχι να ακολουθούν τις εξελίξεις και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.
Δεν μπορούσα να μείνω απαθής στο κοινό όραμα που έχουμε με τους συναδέλφους που διεκδικούμε μαζί την εκλογή μας στο Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας, στο να πετύχουμε και να προσφέρουμε στο σύλλογο, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις από μια διαφορετική οπτική γωνία.
Βαρύτητα στην απόφαση μου διαδραμάτισαν βεβαίως και οι πολλές προτροπές από συναδέλφους να διεκδικήσω την προεδρία του Συλλόγου και να έχω πιο ενεργό ρόλο στα ζητήματα που απασχολούν τους δικηγόρους. Όραμα και ταυτόχρονα κίνητρο μου, ένας ενωμένος δικηγορικός σύλλογος που να συμβαδίζει με την σύγχρονη εποχή και τις εξελίξεις που αυτή φέρει μαζί της.
Έχουμε χρέος να αγωνιστούμε για το λειτούργημα μας, να βελτιώσουμε τους όρους εργασίας μας, να διευρύνουμε τις διεθνείς επαφές μας, να αυξήσουμε τον κύκλο των υπηρεσιών μας, να γίνουμε οι ίδιοι καλύτεροι επαγγελματίες και να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.
Υπάρχουν θέματα που απασχολούν χρόνια τους δικηγόρους, χωρίς ουδέποτε μέχρι σήμερα να βρεθεί η επίλυση τους, όπως επίσης είναι φανερή η απουσία τρόπων εξεύρεσης και αντιμετώπισης προβλημάτων που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζουν την καθημερινότητα τους.
Ζητήματα όπως οι κτιριακές εγκαταστάσεις των Επαρχιακών Δικαστηρίων Λευκωσίας, η εφαρμογή των νέων θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η βιωσιμότητα του ταμείου συντάξεως των Δικηγόρων, η καθυστέρηση στη σύνταξη διαταγμάτων αλλά και στον υπολογισμό δικηγορικών εξόδων λόγω του όγκου εργασίας των Πρωτοκολλητείων, η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων καθώς και η στήριξη των αυτοτελώς εργαζόμενων δικηγόρων, είναι μόνο μερικά από τα θέματα που θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε στην επίλυση τους.
Η πλειοψηφία των δικηγόρων δεν είναι υψηλά αμειβόμενοι, καθότι είτε είναι υπάλληλοι σε δικηγορικά γραφεία, είτε είναι αυτοτελώς εργαζόμενοι, κάτι που σημαίνει ότι επωμίζονται και όλα τα έξοδα διατήρησης γραφείων που σήμερα είναι αυξημένα. Επίσης οι αυτοτελώς εργαζόμενοι δικηγόροι, καταβάλλουν αυξημένες εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε σχέση με το πραγματικό τους εισόδημα. Τους θεωρούμε ως ουσιαστικό μέρος του νομικού κόσμου και κατ’ επέκταση της Δικαιοσύνης και πρέπει να προστατευθούν.
Βεβαίως όπως και σε κάθε επάγγελμα, υπάρχουν διαφορές ως προς τα ωράρια εργασίας, τη μισθοδοσία, το φόρτο εργασίας και τους όρους εργοδότησής τους γενικότερα.
Οι δικηγόροι της Λευκωσίας θα πρέπει να αποκτήσουν ένα σύγχρονο δικαστικό μέγαρο, το οποίο θα εγγυάται ασφαλείς συνθήκες εργασίας για όλους και θα υποστηρίζει τη λειτουργικότητα και αποδοτικότητα, αντί να δυσκολεύει την καθημερινότητα των δικηγόρων. Οι χώροι των Δικαστηρίων πρέπει να είναι προσβάσιμοι για όλους, Δικαστές, δικηγόρους, εργαζόμενους και κοινό. Το Δικαστήριο να καταστεί ένα σύγχρονο και λειτουργικό κτίριο, στο οποίο μεταξύ άλλων να διασφαλίζεται και η πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία λαμβάνοντας υπόψιν τους Κανονισμούς Ασφάλειας και Υγείας στην εργασία.
Στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις συμμετείχαν ενεργά οι δικηγόροι και είχαν τη δική τους καταλυτική παρέμβαση στην οριστικοποίηση και διαμόρφωση της σημερινής μορφής της μεταρρύθμισης. Επίσης για πρώτη φορά επετεύχθη ο διορισμός δικηγόρων στο Εφετείο, καθώς επίσης και στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η Δικαστική μεταρρύθμιση, η ίδρυση Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου, η εφαρμογή της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης έστω και στην ενδιάμεση μορφή της, είναι προς την ορθή κατεύθυνση και είχε ως στόχο την ενίσχυση του κράτους δικαίου, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το μηχανισμό ελέγχου της δικαστικής εξουσίας, την εξειδίκευση και ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης.
Έγιναν πράξη αυτά που ο δικηγορικός κόσμος ανέμενε από καιρό και ευελπιστούμε ότι οι δικηγόροι θα έχουν ουσιαστικό ρόλο και στις επόμενες εξελίξεις. Η επόμενη πρόκληση φαίνεται να είναι οι αλλαγές στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία και οι δικηγόροι επιβάλλεται να είναι πρωταγωνιστές στην διαμόρφωση των αλλαγών.
Οι Νέοι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας αλλάζουν όλη τη φιλοσοφία διεξαγωγής της δίκης, θεσμοθετείται προδικασία με συγκεκριμένες προϋποθέσεις, προθεσμίες, διαδικασίες και τύπους. Αποτελούν τον διαδικαστικό κώδικα, πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι η παροχή στο Δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού των υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος. Το Δικαστήριο πλέον έχει ενεργό ρόλο στη διαχείριση των υποθέσεων, όπως είναι ο προσδιορισμός των επίδικων ζητημάτων, ο διαχωρισμός αυτών που χρήζουν ενδελεχούς έρευνας και εκδίκασης και αυτών που μπορούν να τύχουν συνοπτικής εξέτασης, ο καθορισμός της σειράς επίλυσης των ζητημάτων, ο καθορισμός χρονοδιαγραμμάτων ή γενικότερος έλεγχος της προόδου της υπόθεσης.
Η ομάδα ξένων εμπειρογνωμόνων ολοκλήρωσε και παρέδωσε τους νέους θεσμούς το Νοέμβριο 2020. Έκτοτε μεταφράστηκαν και παραδόθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και στους δικηγόρους, όπου συγκροτήθηκε κοινή ομάδα για περαιτέρω επεξεργασία τους. Ακολούθησε δημόσια διαβούλευση με τους δικηγόρους και εκπαίδευση, με τη συμμετοχή των ξένων εμπειρογνωμόνων. Ο δικηγορικός κόσμος γνώριζε από το 2021 ότι θα εφαρμόζονταν οι νέοι θεσμοί την 01/09/2023. Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος αλλά και οι τοπικοί σύλλογοι, συνέβαλαν θετικά με την διεξαγωγή σεμιναρίων και εκπαιδεύσεων με σκοπό την εναρμόνιση των συναδέλφων με τη νέα πραγματικότητα.
Η Πολιτεία δεν ήταν έτοιμη για καθολική εφαρμογή της δικαστικής μεταρρύθμισης, καθότι υπάρχουν σωρεία παλιών υποθέσεων που πρέπει να διεκπεραιωθούν με τους παλαιούς θεσμούς πολιτικής δικονομίας.
Το νομικό σύστημα της Κύπρου σε συνδυασμό με την αλλαγή των θεσμών πολιτικής δικονομίας που έγινε αναφορά πιο πάνω, πιστεύω ότι σε ένα μεγάλο βαθμό διατηρεί και ελπίζω να συνεχίσει να διατηρεί καλό ισοζύγιο ως προς την απονομή δικαιοσύνης. Πιστεύω ότι πρέπει να επικεντρωθούμε στην ουσία που είναι κυρίως η ταχύτητα στην εκδίκαση των υποθέσεων και όχι να προσκολληθούμε σε τεχνικά θέματα ή σε τυπολατρίες. Η απονομή πραγματικής δικαιοσύνης θεωρώ ότι υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει στην Κύπρο. Σε αντίθεση με άλλους θεσμούς ή εξουσίες, η δικαιοσύνη διατηρείται σε υψηλότατο επίπεδο.
Περαιτέρω τα Δικαστήρια διατηρούν την ευχέρεια να αποδίδουν δικαιοσύνη σύμφωνα με το νόμο αλλά και την συνείδησή τους, που δεν είναι ξεχωριστή από το νομικό πλαίσιο κάτι που είναι πολύ ουσιαστικό. Τα Δικαστήρια δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ανεξάρτητα από την κουλτούρα του τόπου που υπηρετούν, κάτι που σημαίνει ότι η δικαστική πρακτική που εφαρμόζεται στην Αγγλία, η οποία και στηρίζεται το νομικό μας σύστημα, ίσως να μην είναι δυνατό να εφαρμοστεί στην ολότητά της στην Κύπρο.
Η δικαιοσύνη μπορεί να αναβαθμιστεί περισσότερο με την εφαρμογή της οπτικοακουστικής βιντεογράφησης (ADR) όπου δε θα χρειάζονται στενογράφοι και στενοτυπιστές, την ολοκλήρωσης της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, και την καθιέρωση του διαδικτυακού κέντρου επίλυσης διαφορών (online dispute resolution) όπου αυτό είναι δυνατό, κάτι που θα συμβάλει στην εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου αλλά και εξόδων.
Παράλληλα, βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση θα ήταν να εκλείψει η αβεβαιότητα, ώστε ο δικηγόρος να έχει τη δυνατότητα έγκαιρης ενημέρωσης αναφορικά με το κατά πόσο η υπόθεση του πρόκειται να ακουστεί και να προετοιμαστεί κατάλληλα, μειώνοντας παράλληλα τον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων. Επιπρόσθετα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά η το ζήτημα της εκτέλεσης αποφάσεων κάτι το οποίο προβληματίζει και ταλαιπωρεί χρόνια τους δικηγόρους και αποτρέπει το κοινό στο να αποτείνεται στην δικαιοσύνη.