Σύμφωνα με το κέντρο έρευνας για την ενέργεια και τον καθαρό αέρα (CREA) με έδρα το Ελσίνκι, τον Ιούλιο η Κίνα αποτέλεσε τον μεγαλύτερο εισαγωγέα ρωσικών ορυκτών καυσίμων, ακολουθούμενη από την Ινδία, την Τουρκία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βραζιλία.
Οι εξαγωγές αργού πετρελαίου προς την Κίνα δια θαλάσσης μειώθηκαν κατά 20% τον Ιούλιο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, στην πρώτη πτώση μετά τη σταθερή αύξηση τους μήνες που ακολούθησαν την εισβολή στην Ουκρανία.
Τον ίδιο μήνα, οι εξαγωγές ρωσικού αργού στην Ινδία μειώθηκαν κατά 8% λόγω της περιόδου των μουσώνων που οδήγησε σε εποχική μείωση της ζήτησης. Παράλληλα, σε ορισμένα διυλιστήρια πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης που μείωσαν την ικανότητά τους να παράγουν διυλισμένα προϊόντα, ενώ ελαττώθηκαν και οι μειώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο.
Σύμφωνα με την CREA, στις υπηρεσίες μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου κυριαρχούν η ευρωπαϊκή ναυτιλιακή βιομηχανία και η G7. Το μερίδιο των δεξαμενόπλοιων που δεσμεύονται από το ανώτατο όριο τιμών στα φορτία αργού πετρελαίου από τη Ρωσία παρέμεινε περίπου στο 50–55% τον Ιούλιο, σημειώνοντας πτώση περίπου 5% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Από το σύνολο των εξαγόμενων ρωσικών ορυκτών καυσίμων μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στον άνθρακα, με την αξία των εξαγωγών να υποχωρεί κατά 7 εκατομμύρια ευρώ ημερησίως (-26%) τον Ιούλιο. Ακολούθησε το LNG, με την αξία των εξαγωγών να μειώνεται κατά 6 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα (-18%) σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα. Υψηλότερα από τον Ιούνιο πάντως κινήθηκε η αξία των εξαγόμενων πετρελαϊκών προϊόντων (+7%).
Τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας μειώθηκαν στα 406 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα τον Ιούλιο του 2023, 3% υψηλότερα από τον Ιούνιο και 5% χαμηλότερα από τα επίπεδα του Μαΐου.