Economy
Τα όρια των αντιπληθωριστικών πολιτικών
Οι κεντρικές τράπεζες παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια δογματική αντίληψη – θα δώσει τη λύση… η ύφεση;
Τα όρια των αντιπληθωριστικών πολιτικών

Οι κεντρικές τράπεζες επιμένουν ότι δεν έχουν τελειώσει ακόμη με τις αυξήσεις των επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός εξακολουθεί να απέχει αρκετά από τον στόχο του 2%. Το αποτέλεσμα είναι αυτή τη στιγμή η EKT να έχει τα υψηλότερα επιτόκια της ιστορίας της και η FED να βρίσκεται στα υψηλότερα επιτόκια εδώ και 22 χρόνια.

Παράλληλα, ήδη καταγράφονται διάφορες παρενέργειες των υψηλών επιτοκίων. Στις ΗΠΑ η πολιτική αύξησης των βασικών επιτοκίων δημιούργησε πολύ μεγάλα προβλήματα ιδίως σε τράπεζες που είχαν κρατικά χρεόγραφα που είχαν εκδοθεί σε εποχές πολύ μικρότερων επιτοκίων, με αποτέλεσμα τώρα να έχουν σημαντική αποτίμηση της αξίας τους. Στη Μεγάλη Βρετανία υπήρξε μια μίνι κρίση του ασφαλιστικού συστήματος και πάλι εξαιτίας των προβλημάτων στις τοποθετήσεις σε κρατικούς τίτλους που έφερε η μεγάλη αλλαγή πολιτικής επιτοκίων. Στη Γερμανία, που βρίσκεται σε ύφεση, υπάρχει ένα ερώτημα σε ποιο βαθμό η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα πρέπει να μεταφραστεί σε ανάλογες αυξήσεις και των επιτοκίων καταθέσεων και των επιτοκίων χορηγήσεων.

Είναι το 2% ο καλύτερος
στόχος για τον πληθωρισμό;

Ο πληθωρισμός του 2% αποτελεί ένα είδος θρησκευτικού δόγματος μεταξύ των οικονομολόγων. Θεωρείται ότι είναι ένας ιδανικός πληθωρισμός που ταυτόχρονα αποφεύγει όλα τα αποσταθεροποιητικά προβλήματα από έναν παρατεταμένο πληθωρισμό και τη δυσκολία πραγματικού οικονομικού σχεδιασμού που προκαλούσε ο παρατεταμένος διψήφιος πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970, αλλά και οδηγεί στην υφεσιακή δυναμική του αποπληθωρισμού.

Βεβαίως αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα πληθωρισμό 2%. Σήμαινε κατά βάση έναν χαμηλό πληθωρισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και κριτήρια σύγκλισης της ΕΕ, που πρωτοδιατυπώθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δεν περιλαμβάνουν έναν απόλυτο αριθμητικό στόχο αλλά μια διακύμανση: ο μέσος πληθωρισμός σε δωδεκάμηνη βάση δεν πρέπει να ξεπερνά πάνω από 1,5% τον μέσο πληθωρισμό των τριών χωρών με τη μεγαλύτερη σταθερότητα στις τιμές.

Αλλά και στις ΗΠΑ, όπου η εντολή προς τη FED περιλαμβάνει και την σταθερότητα των τιμών αλλά και την πλήρη απασχόληση, ήταν στη δεκαετία του 1990, υπό την καθοδήγηση του Άλαν Γκρίσπαν που άρχισαν να θέτουν ως στόχο αναφοράς τον πληθωρισμό 2% και μόλις το 2012 καθιερώθηκε με ρητό τρόπο ως στόχος σε σχέση με την αύξηση του πληθωρισμού.

Ωστόσο, κατά καιρούς υπήρξαν φωνές που υποστήριξαν ότι θα μπορούσαν να τεθούν και άλλοι στόχοι για τον πληθωρισμό και ότι για παράδειγμα ακόμη και ένας πληθωρισμός στο 4% θα μπορούσε μια χαρά να είναι συμβατός με την οικονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη.

Η περίοδος του
αποπληθωρισμού

Βεβαίως για ένα μακρό διάστημα η συζήτηση αυτή ήταν κάπως φιλολογική, καθώς πραγματικό πρόβλημα πληθωρισμού δεν υπήρχε, ιδίως στην Ευρωζώνη. Αντιθέτως, αυτό που επικρατούσε, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008, ήταν δυναμικές στασιμότητας και αποπληθωρισμού. Αυτό σήμαινε ότι το πρόβλημα στη δεκαετία του 2010 ήταν ότι ιδίως στην Ευρώπη ο πληθωρισμός κινείτο συστηματικά κάτω από τον στόχο του 2%. Αυτό γέννησε έναν άλλο φόβο που ήταν ακριβώς ο αποπληθωρισμός, που ουσιαστικά αντιμετωπίστηκε ως σύμπτωμα υφεσιακών τάσεων.

Σε συνδυασμό με την ανάγκη αποφυγής μιας νέας μείζονος οικονομικής κρίσης αυτό οδήγησε σε κινήσεις τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, μέσα από πολιτικές «ποσοτικής χαλάρωσης» αλλά και σε μια διαρκεί υποχώρηση των επιτοκίων της EKT, μέχρι του σημείου των αρνητικών επιτοκίων.

Μάλιστα, αυτή η αλλαγή τρόπου σκέψης φάνηκε να διατηρείται και όταν στο άνοιγμα των οικονομικών μετά την πανδημία άρχισαν να καταγράφονται ξανά οι πρώτες πληθωριστικές πιέσεις. Αρχικά φάνηκε ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν θα προχωρούσαν αμέσως σε αυξήσεις των επιτοκίων, ως το βασικό αντιπληθωριστικό μέτρο, αλλά σύντομα μετατοπίστηκαν σε αυτή την κατεύθυνση.

Το πρόβλημα με τις αντιπληθωριστικές πολιτικές

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το που μπορεί να τεθεί ο στόχος για τον πληθωρισμό. Αφορά και τη θεωρία που εξακολουθεί να κυριαρχεί για τα αίτια του πληθωρισμού.

Και αυτό γιατί από τη δεκαετία του 1970 κυριάρχησε μια ερμηνεία του πληθωρισμού που δίνει βάρος στην υπερβάλλουσα ζήτηση από τη μεριά των καταναλωτών, που συνήθως μεταφράζεται σε υπερβάλλουσα ζήτηση εκ μέρους της μισθωτής εργασίας.

Εάν η αιτία του πληθωρισμού είναι η υπερβάλλουσα ζήτηση τότε έπεται ότι η μόνη «θεραπεία» είναι μια πολιτική υψηλών επιτοκίων που θα αυξήσει το κόστος δανεισμού (είτε πρόκειται για υποθήκες, για καταναλωτικά δάνεια ή για δάνεια των επιχειρήσεων) ώστε να επιβραδυνθεί η δαπάνη και η επένδυση και άρα η ζήτηση να εναρμονιστεί με την προσφορά. Στην πράξη αυτό σήμαινε να αυξηθεί η ανεργία και να υποχωρήσουν οι πραγματικοί μισθοί.

Ωστόσο, αυτή η θεωρία δεν απαντούσε στο τι συμβαίνει όταν το πρόβλημα δεν είναι η υπερβάλλουσα ζήτηση αλλά η ανεπαρκής προσφορά, όταν δηλαδή αγνοείται η άλλη πλευρά της εξίσωσης των τιμών.

Και αυτό γιατί εάν κανείς κοιτάξει τη συγκυρία αμέσως μετά την πανδημία τότε θα διαπιστώσει ότι δεν είχαμε κάποια υπερβάλλουσα ζήτηση, ούτε κάποια υπερδιόγκωση του τμήματος του συνολικού προϊόντος που πήγαινε για μισθούς.

Αυτό που είχαμε ήταν μια συγκυρία όπου οι οικονομίες ανέκαμπταν, όμως υπήρχε έλλειψη εργατικού δυναμικού σε κάποιους κλάδους και πλήθος εμπόδια και μπλοκαρίσματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων που δημιούργησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Επιπλέον, ήταν σε αυτή τη συγκυρία που μια σειρά από επιχειρήσεις, κυρίως πολυεθνικές των τροφίμων αλλά και της ενέργειας επέλεξαν να αυξήσουν τις τιμές για να διατηρήσουν ή και να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους, δημιουργώντας μια τάση που την ακολούθησαν και επιχειρήσεις σε άλλους κλάδους. Όλα αυτά επιτείνονταν και από εξελίξεις όπως π.χ. οι αναταράξεις στο παγκόσμιο εμπόριο σιτηρών εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και ιδίως της κατάρρευσης της συμφωνίας που υπήρχε για τα ουκρανικά σιτηρά.

Αυτό σημαίνει ότι ακολουθήθηκε μια πολιτική που στηριζόταν σε μια ανάλυση του πληθωρισμού που δεν ταίριαζε με τις ίδιες τις πραγματικές εξελίξεις.

Η δύσκολη αναμέτρηση

Προφανώς και κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ακόμη και εάν οι θεωρητικές αφετηρίες της αύξησης των επιτοκίων ως αντιπληθωριστικής πολιτικής είναι εσφαλμένες, εντούτοις εάν αυτή τη στιγμή οι οικονομίες βρεθούν αντιμέτωπες με υψηλά επιτόκια αναγκαστικά θα αποκτήσουν μια υφεσιακή δυναμική που τελικά θα οδηγήσει και σε υποχώρηση των τιμών των προϊόντων.

Ωστόσο, η πραγματικότητα αποδεικνύεται κάπως πιο σύνθετη. Μπορεί να υποχώρησε ο συνολικός πληθωρισμός, ωστόσο ο δομικός πληθωρισμός, δηλαδή αυτός που προκύπτει όταν δεν μετράμε τα τρόφιμα και τα καύσιμα και που αντανακλά τη βαθύτερη δυναμική μιας οικονομίας, αντιστέκεται.

Την ίδια στιγμή παρά την αύξηση των επιτοκίων η κατάσταση στις αγορές εργασίας δεν δείχνει να έχει επηρεαστεί και αντιθέτως τα επίπεδα απασχόλησης διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα.

Μπορεί να υποχωρήσει
ο πληθωρισμός χωρίς ύφεση;

Τα σημάδια υποχώρησης του πληθωρισμού αντιμετωπίστηκαν σε γενικές γραμμές ως ένα στοιχείο αισιοδοξίας, με την έννοια ότι υπάρχει ελπίδα ότι θα μπορέσουν οι αναπτυγμένες οικονομίες να φτάσουν κοντά στο 2% χωρίς να υποχρεωθούν να περάσουν από μια φάση ύφεσης.

Κυρίως αυτό στηρίζεται στηρίζεται στη θετική αποτίμηση των τάσεων ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2023, μια που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, εάν αναλογιστούμε τη γερμανική ύφεση.

Ωστόσο, μια σειρά άλλων οικονομικών δεικτών, όπως είναι τα εταιρικά κέρδη, που υποχωρούν στις ΗΠΑ, οι δείκτες PMI τόσο στις ΗΠΑ όσο –και κυρίως– στην Ευρωζώνη που δείχνουν επιβράδυνση των αναπτυγμένων οικονομιών, η υποχώρηση του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά και η αύξηση των χρεοκοπιών στις ΗΠΑ, όλα κατατείνουν σε μια επιβράδυνση των οικονομιών σε κατεύθυνση ύφεσης.

Το γεγονός ότι την ίδια περίοδο βλέπουμε μια έστω και αργή υποχώρηση του πληθωρισμού, καταδεικνύει ότι δεν ήταν τόσο οι επιλογές των κεντρικών τραπεζών που αποδείχτηκαν αποτελεσματικές αλλά το ίδιο το γεγονός ότι επιβραδύνεται η παγκόσμια οικονομία.

Και αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός δεν υποχωρεί υπό το βάρος των μέτρων που ελήφθησαν, αλλά αντιθέτως η όποια υποχώρησή του αντί για σημάδι αισιοδοξίας θα μπορούσε να θεωρηθεί και προάγγελος ύφεσης.

Πηγή: in.gr