Ρεπορτάζ για την Κύπρο φιλοξενεί η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), με τον αρθρογράφο να υποστηρίζει ότι «η Κύπρος νοσταλγεί τους Ρώσους τουρίστες, αλλά και το ρωσικό μαύρο χρήμα». Όπως επισημαίνει, «τον Μάιο η μείωση του αριθμού των επισκεπτών πλησίασε το 50% σε σύγκριση με την τελευταία χρονιά προ της πανδημίας. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στη Λεμεσό, κέντρο της ρωσικής παρουσίας στην Κύπρο. Ξενοδοχεία που είχαν ειδικευθεί στο ρωσικό κοινό αντιμετωπίζουν πλέον ‘τεράστιες δυσκολίες', όπως δήλωσε πρόσφατα ο Χάρης Λοϊζίδης, πρόεδρος του μεγαλύτερου κυπριακού συνδέσμου ξενοδόχων. Πηγές του υπουργείου Τουρισμού υπολογίζουν τις απώλειες εσόδων σε 600 εκατομμύρια ευρώ για φέτος. Η ελπίδα ότι μεγάλος αριθμός Ρώσων επισκεπτών θα ερχόταν μέσω χωρών που διατηρούν (απευθείας) αεροπορική σύνδεση με τη Ρωσία- εκτός από την Τουρκία, αυτό ισχύει και για τη Σερβία- δεν φαίνεται να επαληθεύεται».
Στη συνέχεια, η εφημερίδα της Φρανκφούρτης εστιάζει στις ρωσικές καταθέσεις στην Κύπρο, αλλά και στην υπόθεση των «χρυσών διαβατηρίων». Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Μετά την τραπεζική κρίση του 2013 οι ρωσικές καταθέσεις είχαν όλο και λιγότερη σημασία, ιδιαίτερα μετά το 2018, όταν, μετά από ισχυρές αμερικανικές πιέσεις, η Κύπρος αναγκάστηκε να καταπολεμήσει εταιρείες-σφραγίδες και άλλες επινοήσεις με σκοπό τη φοροδιαφυγή. Όμως την ίδια στιγμή το επιχειρηματικό δαιμόνιο της ελληνικής ελίτ του νησιού απεργαζόταν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο: κυπριακή υπηκοότητα για όποιον διαθέτει δύο εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει ακίνητο στην Κύπρο, συνεισφέροντας 150.000 ευρώ σε ένα κυπριακό κρατικό ταμείο και πληρώνοντας κάποια πρόσθετες χρεώσεις. Με τις αμοιβές δικηγόρων και συμβολαιογράφων το συνολικό κόστος θα πλησίαζε τα τρία εκατομμύρια ευρώ,για να αποκτήσει μέσα σε λίγους μήνες κυπριακό διαβατήριο και δικαίωμα εγκατάστασης σε ολόκληρη την ΕΕ. Ο σχετικός τζίρος στο νησί ξεπέρασε τα οκτώ δισεκατομμύρια ευρώ. Χρήματα κέρδισε και το πρώην δικηγορικό γραφείο του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη, το οποίο διευθύνει η κόρη του αφότου εκείνος ανέλαβε την εξουσία».
Πηγή: Deutsche Welle