Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού σε κυπριακό και ευρωπαϊκό επίπεδο απαιτεί την άμεση και δραστική αύξηση των επιτοκίων και στοχευμένα δημοσιονομικά μέτρα που δεν θα τον ανατροφοδοτούν, είπε στο ΚΥΠΕ ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου δρ Μάριος Ζαχαριάδης.
Ο καθηγητής σημείωσε ότι ο πληθωρισμός είναι σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενος, αλλά όχι αποκλειστικά. Οι οποιεσδήποτε πολιτικές θα πρέπει να λαμβάνονται έχοντας υπόψη ότι δεν πρέπει να ανατροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, για να μην είναι μεγαλύτερος από ό,τι σε άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
«Έχουμε κοινή νομισματική πολιτική με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, έχουμε παρόμοιες πιέσεις όσον αφορά τα πετρελαιοειδή. Αυτό που διαφέρει από χώρα σε χώρα είναι η δημοσιονομική πολιτική. Άρα οι διάφορες επεκτατικές δαπάνες, οι φορολογίες, μπορεί να οδηγήσουν σε πληθωρισμό ψηλότερο σε κάποια χώρα, παρά στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης», είπε.
Μέτρα στοχευμένα για τις ευάλωτες ομάδες, όχι οριζόντια
Το ένα που μπορούμε να κάνουμε, ανέφερε, είναι να αποφύγουμε επεκτατικές πολιτικές, δηλαδή αυξήσεις κρατικών δαπανών, μειώσεις φόρων, οι οποίες να είναι τόσο μεγάλες που να επηρεάζουν τη ζήτηση και άρα τις τιμές του πληθωρισμού. «Πρέπει βέβαια να προστατευθούν οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, τα φτωχότερα στρώματα. Εκεί, πιστεύω, στοχευμένα μέτρα είναι σωστό να λαμβάνονται, παρόμοια με κάποια από αυτά που ανακοινώθηκαν. Επειδή αυτά τα στρώματα είναι τόσο χαμηλά εισοδηματικά που δεν μπορούν να μειώσουν τη ζήτηση, την κατανάλωση περαιτέρω», σημείωσε.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει οι υπόλοιποι να μειώσουμε την κατανάλωσή μας, στον βαθμό που μπορεί ο καθένας, είτε στα καύσιμα, είτε στον ηλεκτρισμό. Έρχεται στο ατομικό επίπεδο πλέον στο πώς ο καθένας θα διαχειριστεί την κρίση, σημείωσε ο δρ Ζαχαριάδης.
Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι αν λαμβάνονται οριζόντια μέτρα, ενισχύεται η ζήτηση, αυξάνονται περαιτέρω οι τιμές και τελικά βλάπονται ακόμα περισσότερο οι ευάλωτες ομάδες.
«Δεν είναι απλώς προβληματικό δημοσιονομικά να πάρει κάποιος οριζόντια μέτρα, τα οποία αυξάνουν κρατικές δαπάνες ή μειώνουν φορολογίες, που μπορεί να οδηγήσουν πιο ψηλό πληθωρισμό σε μία χώρα της Ευρωζώνης παρά σε άλλη, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά της, που μπορεί να οδηγήσει σε ύφεση», είπε.
«Οι οριζόντιες πολιτικές μπορεί να βλάψουν και πρέπει να αποφεύγονται και να επιλέγονται στοχευμένα μέτρα για να διατηρήσουν κάποια αγοραστική δύναμη αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη», εξήγησε.
Διευκρίνισε ότι και σε ευρωπαϊκό και σε κυπριακό επίπεδο, δεν είμαστε σε ύφεση, για να χρειάζονται περισσότερα οριζόντια μέτρα και αν ληφθούν, θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού.
Ο πληθωρισμός, σημείωσε, δεν είναι αποκλειστικά εισαγόμενος και οι πράξεις μας τον ανατροφοδοτούν. Κατά την περίοδο της πανδημίας ελήφθησαν μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, με αύξηση κρατικών δαπανών και φορολογιών που χρειάζονταν σε ορισμένο βαθμό, αλλά τροφοδότησαν τη ζήτηση και αύξησαν τον πληθωρισμό, ανέφερε.
Αύξηση επιτοκίων
Ο δρ Ζαχαριάδης επισήμανε ότι η αύξηση επιτοκίων σε επίπεδο Ευρωζώνης είναι αναγκαίο κομμάτι της λύσης για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, για δύο λόγους. Όταν αυξάνονται τα επιτόκια, πιέζεται η ζήτηση προς τα κάτω. Πρέπει να αυξηθούν αρκετά γρήγορα και αρκετά ψηλά για να συγκρατηθεί η επιπλέον ζήτηση. Ο δεύτερος λόγος, που δεν αναφέρεται συχνά, είναι για να συγκρατηθεί η πτώση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο. Το ευρώ έχει μειωθεί κατά 15% τον τελευταίο χρόνο, σημείωσε. Τον τελευταίο μήνα ανέκαμψε και είναι 12% μειωμένο σε σχέση με το δολάριο.
«Το να έχεις υποτίμηση του ευρώ, λόγω του ότι τα επιτόκια είναι χαμηλότερα και αναμένεται να είναι χαμηλότερα, με τη διόρθωσή τους να γίνεται πιο αργά από ότι η αμερικανική διόρθωση των επιτοκίων, συνεπάγεται υποτίμηση του νομίσματος, το οποίο τροφοδοτεί τον πληθωρισμό», είπε. Για παράδειγμα, πρόσθεσε, «το πετρέλαιο τιμολογείται σε δολάρια. Αν υποτιμάται το ευρώ έναντι του δολαρίου, το πετρέλαιο γίνεται ακόμα πιο ακριβό».
Απαντώντας σε ερώτηση του ΚΥΠΕ κατά πόσο η αύξηση των επιτοκίων έρχεται για να μείνει ή αν είναι προσωρινό φαινόμενο για να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές τάσεις, ο δρ Ζαχαριάδης απάντησε ότι εξαίρεση ήταν τα τελευταία χρόνια που υπήρχαν αρνητικά επιτόκια, φαινόμενο σπάνιο, που είχε πάντοτε μία μορφή προσωρινότητας. Θετικά επιτόκια ή ακόμα και πιο ψηλά από ό,τι είχαμε ιστορικά, θα χρειαστούν για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, εκτίμησε.
Η ΕΚΤ καθυστέρησε αρκετά να αυξήσει τα επιτόκια, δεχόμενη πιέσεις από τις Κεντρικές Τράπεζες της Ιταλίας και της Ελλάδας κυρίως, ενώ και η Κύπρος συμφωνούσε με αυτές, σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, σημείωσε.
Όσο καθυστερεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να πάρει μέτρα, συνέχισε, οδηγεί σε υποτίμηση του ευρώ που αυξάνει τον πληθωρισμό και προκαλεί την ανάγκη για πιο πρακτική αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν δεν ελεγχθεί άμεσα ο πληθωρισμός, τότε ενσωματώνεται στο τι αναμένουν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εξελίσσεται σε μόνιμο ή επίμονο φαινόμενο.
Επομένως, πρόσθεσε, η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να είναι μακροπρόθεσμη και όσο καθυστερεί τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάγκη για πολύ ψηλά επιτόκια.
Επισήμανε επίσης ότι στην Ευρώπη γίνεται πολιτική διαχείριση του πληθωρισμού, καθώς λαμβάνονται υπόψη τα προβλήματα που προκύπτουν από το ψηλό δημόσιο χρέος χωρών όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. «Αυτός όμως είναι λόγος να είμαστε πολύ πιο συντηρητικοί στα δημοσιονομικά μας», είπε, και όχι να πιέζουμε εναντίον της αύξησης των επιτοκίων, γιατί στο τέλος οι αυξήσεις επιτοκίων είναι ακόμα πιο μεγάλες.
Σε ερώτηση αν μπορεί να οδηγηθεί σε νέα κρίση χρέους η Ευρώπη, ο δρ Ζαχαριάδης απάντησε ότι κρίση χρέους υπάρχει όταν υπάρχει ψηλό δημόσιο χρέος, κάτι το οποίο συμβαίνει σε Ιταλία, Ελλάδα, Κύπρο, Βέλγιο ακόμα και Γαλλία, και όταν υπάρχει αβεβαιότητα στις αγορές και ο πληθωρισμός προκαλεί αβεβαιότητα. Τότε, αυξάνονται και τα δανειστικά επιτόκια των κρατών, όχι μόνο της ΕΚΤ, με αποτέλεσμα η επαναχρηματοδότηση του χρέους να είναι πιο δύσκολο να εξυπηρετηθεί. «Αυτό απασχολεί την ΕΕ, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων για να προστατευθούν οι 3-4 χώρες», ανέφερε.
Ο λόγος που η Ευρώπη κατάφερε να κρατήσει χαμηλά επιτόκια, είπε, όλα αυτά τα χρόνια, ήταν ακριβώς τα πολύ χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού για δεκαετίες. Αυτό επέτρεψε τις πολιτικές χαλάρωσης. Χωρίς χαμηλό πληθωρισμό, τίποτε από αυτά δεν μπορεί να συνεχίσει.
Ισχυροποίηση ελεγκτικών θεσμών και προσοχή από τους καταναλωτές
Μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να ισχυροποιηθούν οι θεσμοί που επιτηρούν τον ανταγωνισμό στην αγορά. Πέρα από την ενίσχυση των σχετικών νομοθεσιών, θα πρέπει να γίνει και ορθή στελέχωση, με άτομα που γνωρίζουν σε βάθος το θέμα και μπορούν να κάνουν ανάλυση στοιχείων, έτσι ώστε να διαπιστώσουν έλλειψη ανταγωνισμού ή φαινόμενα καρτέλ, εισηγήθηκε ο δρ Ζαχαριάδης.
Η Κύπρος βρίσκεται σε καλύτερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σημείωσε, όσον αφορά το πόσο ευέλικτη είναι η οικονομία και το πόσο γρήγορα αλλάζουν οι τιμές, ακόμα και προς τα κάτω. Ωστόσο, πρόσθεσε, δεν υπάρχουν αποτρεπτικές ποινές για φαινόμενα συμφωνημένης τιμολόγησης και αισχροκέρδειας, κι αυτό πρέπει να διορθωθεί.
Τέλος, ανέφερε ότι μελετώντας τον πληθωρισμό ιστορικά, παρατηρούνται δύο φαινόμενα. Το πρώτο είναι ότι υπάρχουν ευκαιριακές αυξήσεις τιμών, ακόμη και από επιχειρήσεις που δεν είχαν αύξηση του κόστους. Αυτός είναι ένας πολύ βασικός λόγος για την αύξηση των τιμών, σημείωσε, και πολλές από τις αυξήσεις τιμών που βλέπουμε είναι ευκαιριακές στρατηγικές τιμολογήσεις των επιχειρήσεων.
Το δεύτερο φαινόμενο, που είναι και απότοκο του πρώτου, όταν υπάρχει ψηλός πληθωρισμός, είναι ότι υπάρχει μεγάλη διασπορά των τιμών. Αν συγκρίνουμε μεταξύ τους διαφορετικές υπεραγορές ή πρατήρια βενζίνης, υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές στις τιμές. Επομένως, είναι σημαντικό όλοι να είναι προσεκτικοί στο τι αγοράζουμε και από πού, εξαιτίας αυτών των φαινομένων, κατέληξε.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ