Τι κατέδειξε νέα έρευνα της EFPIA
Τις σημαντικές διαφορές στην πρόσβαση των ασθενών σε νέα φάρμακα, αποκαλύπτει νέα έρευνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA), διαπιστώνοντας παράλληλα ότι λιγότερο από το 30% των φαρμάκων που έχουν εγκριθεί για χρήση στην Ευρώπη είναι επί του παρόντος διαθέσιμα σε ορισμένες μικρότερες χώρες και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Συγκεκριμένα, η Έρευνα Δεικτών Patients W.A.I.T (Waiting to Access Innovative Therapies) που δημοσιεύτηκε από την EFPIA αναφέρει μια απόκλιση 90% στην πρόσβαση ασθενών μεταξύ των χωρών της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης από τη μία πλευρά, και χωρών της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης από την άλλη.
Από 160 εγκεκριμένα στην ΕΕ φάρμακα, τα 147 είναι διαθέσιμα στη Γερμανία, 85 στην Ισπανία, αλλά μόνο 38 στη Ρουμανία και 17 στη Σερβία. Στην Κύπρο, τα 45 από τα 160 φάρμακα είναι επί του παρόντος διαθέσιμα στους ασθενείς
(Λόγω μη πληρότητας των στοιχείων για την Κύπρο, ο πραγματικός αριθμός ενδέχεται να διαφέρει). Αυτές οι ανισότητες υπάρχουν και στο εσωτερικό των χωρών. Ενώ το 91% των φαρμάκων που αξιολογήθηκαν είναι πλήρως διαθέσιμα σε ασθενείς στη Γερμανία, στην Πολωνία μόνο το 8% είναι πλήρως διαθέσιμα, το 19% έχει περιορισμένη διαθεσιμότητα και το 19% είναι διαθέσιμα μόνο ιδιωτικά.
Μέσα από την έρευνα διαφαίνεται ακόμη πώς ο χρόνος που χρειάζεται ένας ασθενής για να επωφεληθεί από μια νέα θεραπεία επηρεάζεται από το πού ζει. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η περίοδος μεταξύ της άδειας κυκλοφορίας και της πρόσβασης των ασθενών σε νέες θεραπείες κυμαίνεται από 4 μήνες έως δυόμισι χρόνια, με τους ασθενείς στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη να περιμένουν μεταξύ 600 και 850 ημέρες κατά μέσο όρο.
Σε σχόλιο του ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Novo Nordisk και αντιπρόεδρος της EFPIA, Lars Fruergaard Jørgensen, σημείωσε πως «Η καινοτομία είναι μέρος του DNA της φαρμακευτικής βιομηχανίας, αλλά για να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο αυτή η καινοτομία, πρέπει να φτάσει στους ασθενείς». Την ίδια ώρα εξέφρασε την άποψη πως η ταχύτερη, πιο δίκαιη πρόσβαση σε όλη την Ευρώπη είναι ένας εφικτός στόχος. «Απαιτεί κοινή κατανόηση των εμποδίων και των καθυστερήσεων, καθώς και συγκεκριμένες δεσμεύσεις από τη βιομηχανία, την ΕΕ και τα κράτη μέλη ώστε να εργαστούν από κοινού ως εταίροι για την υλοποίηση πραγματικών αλλαγών. Αυτό περιλαμβάνει τη διερεύνηση μοντέλων ώστε οι τιμές των φαρμάκων να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τόσο την αξία που προσφέρουν για τους ασθενείς και τις κοινωνίες, όσο και τις οικονομικές συνθήκες των επιμέρους χωρών».
Ως απάντηση σε αυτά τα ευρήματα, τα μέλη της EFPIA έχουν δεσμευτεί να υποβάλουν αίτηση τιμολόγησης και επιστροφής εξόδων σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ το συντομότερο δυνατό και σίγουρα εντός 2 ετών, προκειμένου να μειώσουν αυτές τις ανισότητες. Δεσμεύτηκαν επίσης να υποβάλουν σχετικές εκθέσεις προκειμένου να διασφαλίσουν τη διαφάνεια. Για να είναι αποτελεσματική αυτή η δέσμευση, απαιτεί επίσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-μέλη να δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για ταχύτερη και πιο δίκαιη πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα.
Ως εκ τούτου, η EFPIA καλεί την κυβέρνηση της Κύπρου και την Επιτροπή της ΕΕ να συνεργαστούν με σκοπό τη:
Δημιουργία ενός πλαισίου δίκαιης τιμολόγησης με βάση την ικανότητα πληρωμής των χωρών
Η πώληση ενός φαρμάκου σε ένα φτωχότερο κράτος μέλος σε χαμηλότερη τιμή, αυξάνει τον κίνδυνο εξαγωγής φαρμάκων προς πώληση από τρίτους σε υψηλότερη τιμή. Αυτό έχει ως αντίκτυπο την ανεπάρκεια σε τοπικό επίπεδο και καθιστά ανέφικτο ένα δικαιότερο σύστημα που βασίζεται στους ίδιους πόρους. Η Επιτροπή της ΕΕ και τα κράτη μέλη μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις τροποποιώντας τα συστήματα εξωτερικής τιμολόγησης αναφοράς και εισάγοντας μηχανισμούς για την πρόληψη των ακούσιων συνεπειών από το εσωτερικό εμπόριο φαρμάκων.
Υιοθέτηση νέων μοντέλων πληρωμών για να δοθεί η δυνατότητα στους ασθενείς να έχουν πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι ο τρόπος εισαγωγής ολοένα και πιο εξειδικευμένων, προηγμένων θεραπειών στα συστήματα υγείας. Αυτές οι καινοτομίες περιλαμβάνουν γονιδιακές και κυτταρικές θεραπείες, οι οποίες είναι συχνά εφάπαξ παρεμβάσεις με υψηλό αρχικό κόστος και οι οποίες αντικαθιστούν μια ζωή με υψηλότερο κόστος φροντίδας. Η εισαγωγή καινοτόμων μοντέλων πληρωμών μπορεί να μειώσει την αβεβαιότητα και να προσφέρει μεγαλύτερη οικονομική ευελιξία στον καταβάλλοντα το αντίτιμο, συμπεριλαμβανομένων:
- Τιμολόγηση βάσει ενδείξεων, που επιτρέπει στην τιμή ενός φαρμάκου να αντικατοπτρίζει την παρατηρούμενη αξία του σε συγκεκριμένες θεραπευτικές ενδείξεις, με διαφορετικά οφέλη για διαφορετικές ομάδες ασθενών.
- Συμφωνίες που βασίζονται σε αποτελέσματα και οι οποίες εξαρτώνται από την πραγματική απόδοση ενός φαρμάκου. Όπου τα αποτελέσματα είναι αβέβαια κατά την κυκλοφορία ενός φαρμάκου, η πρόσβαση ενδέχεται να επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι παρέχονται πρόσθετα στοιχεία σε προκαθορισμένο χρονικό διάστημα.
- Σταδιακές πληρωμές ή ετήσιες σταθερές καταβολές οι οποίες επιτρέπουν στους φορείς που πληρώνουν, να κατανέμουν σε μεγάλο χρονικό εύρος το υψηλό αρχικό κόστος που σχετίζεται με ορισμένες μοναδικές θεραπείες για τους ασθενείς που τις λαμβάνουν. Αυτή η φόρμουλα μπορεί επίσης να συνδεθεί με συγκεκριμένα αποτελέσματα, επιτρέποντας στους φορείς να μετριάσουν την αβεβαιότητα του κλινικού οφέλους κατά την κυκλοφορία ενός νέου προϊόντος.
Ο κλάδος είναι επίσης έτοιμος να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες σχετικά με τις υπερβάσεις του προϋπολογισμού. Σχέδια όπως το «Σύμφωνο για το Μέλλον» που συμφωνήθηκε από την προηγούμενη βελγική κυβέρνηση ή το εθελοντικό σύστημα ρύθμισης τιμών στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρέχουν προβλεψιμότητα στους συνολικούς προϋπολογισμούς, ενώ επιτρέπουν την ενσωμάτωση νέων καινοτομιών.
Καταληκτικά ο κ. Fruergaard Jørgensen, αντιπρόεδρος της EFPIA, υποστήριξε πως «η Ευρώπη μπορεί ταυτόχρονα και να στηρίξει την καινοτομία και να ωθήσει την πρόσβαση. Απαιτείται κοινή προσπάθεια για συνεργατικές λύσεις σε θέματα πρόσβασης και διαθεσιμότητας, καθώς και η δημιουργία του σωστού πλαισίου ρυθμιστικών κανόνων και κινήτρων για τη διευκόλυνση της ανακάλυψης και της ανάπτυξης της επόμενης γενιάς θεραπειών και εμβολίων στην Ευρώπη».