Κάθε μέρα άνθρωποι με θαλασσαιμία και άλλες χρόνιες παθήσεις, μικρά παιδιά με καρκίνο, θύματα τροχαίων ατυχημάτων, άτομα που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις και πολλοί άλλοι συνάνθρωποί μας χρειάζονται αίμα. Αυτό το αίμα είναι ένα ανεκτίμητο δώρο που μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου για κάποιον που το έχει άμεσα ανάγκη - μία ανάγκη που δε σταματά ποτέ.
Στην Κύπρο την αιμοδοσία τη γνωρίζουμε πολύ καλά. Και μας γνωρίζει κι εκείνη. Ως υπέρτατη πράξη αγάπης και ανιδιοτελούς προσφοράς στον συνάνθρωπο, η αιμοδοσία έχει βαθιές ρίζες στη συνείδηση των πολιτών με τις πρακτικές εθελοντικής, μη αμειβόμενης αιμοδοσίας να αποτελούν παγκόσμιο παράδειγμα προς μίμηση, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο να μπορεί η Κύπρος να καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες του πληθυσμού της σε αίμα για πολλά συναπτά χρόνια.
Επιφορτισμένη με την ευαισθητοποίηση, την ανάπτυξη και τον συντονισμό της εθελοντικής αιμοδοσίας στη χώρα μας ήταν, μέχρι πρότινος, η Συντονιστική Επιτροπή Αιμοδοσίας και Διαφώτισης (ΣΕΑΔ), στις εργασίες της οποίας συμμετείχαν πολλοί εθελοντές, κυρίως γονείς και πάσχοντες με θαλασσαιμία. Εντούτοις, εδώ και κάποια χρόνια η ΣΕΑΔ έχει συρρικνωθεί σημαντικά, σε σημείο που θεωρείται ότι δε διαδραματίζει πλέον ουσιαστικό ρόλο στον χώρο της αιμοδοσίας.
Η έλλειψη σταθερότητας στη συλλογή αίματος είναι το μεγαλύτερο «αγκάθι» στην ορθή διαχείρισή του. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί γιατί για παράδειγμα οι ασθενείς αναζητούν εναγωνίως αίμα για τη θεραπεία τους και οι εκκλήσεις για προσφορά χτυπούν «κόκκινο» κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι ή όταν ειδικές συνθήκες το απαιτούν, όπως αυτές που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού. Το μυστικό, κατά την άποψή μου, κρύβεται στη συνολική αναδιοργάνωση του συστήματος αιμοδοσίας, ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή συστηματικότητα στη συλλογή και διάθεση αίματος και των παραγώγων του σε όσους τα έχουν ανάγκη.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο απαιτείται σήμερα μια διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με εκείνη του παρελθόντος, μέσα από τη χάραξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την αιμοδοσία που να ανταποκρίνεται αποτελεσματικότερα στις ανάγκες της ιατρικής, της δημόσιας υγείας και των υγειονομικών και άλλων προκλήσεων, τόσο στη βάση των ευρωπαϊκών απαιτήσεων όσο των κυπριακών δεδομένων και ιδιαιτεροτήτων.
Αποσκοπώντας στην εξεύρεση λύσεων, η Διεθνής Ομοσπονδία Θαλασσαιμίας μαζί με την Εθνική Επιτροπή Θαλασσαιμίας έχουν ήδη καταθέσει πρόταση στο Υπουργείο Υγείας για την ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Αιμοδοσίας. Κάτι τέτοιο προβλέπεται ρητά, άλλωστε, ως αναγκαιότητα και προϋπόθεση στο πλαίσιο του περί Αιμοδοσίας Νόμου του 1997 (58(I)/1997), ο εκσυγχρονισμός του οποίου καθίσταται πλέον αναγκαίος.
Έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου ώστε το ζήτημα να τεθεί επί τάπητος και να συζητηθεί διεξοδικά και εμπεριστατωμένα από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές τόσο λόγω της νέας δυναμικής που προσδίδει στις προσπάθειες για βελτιώσεις η ΕΕΘ, όσο και επειδή η Ευρώπη βρίσκεται ένα βήμα πριν από την ψήφιση της αναθεωρημένης νομοθεσίας περί Αίματος, Ιστών και Κυττάρων, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχουν πολλές δικλείδες που θα στηρίξουν την αναρρύθμιση του ισχύοντος πλαισίου σε εθνικό επίπεδο.
Κεντρική οργάνωση, συλλογή και διαχείριση της διανομής αίματος, περαιτέρω καλλιέργεια της συνείδησης του σταθερού εθελοντή αιμοδότη, και έναρξη μιας μεγάλης συζήτησης και προσπάθειας βαθύτερης κατανόησης γιατί και για ποιον δίνουμε αίμα κρατούν το «κλειδί» στη σταθερότητα της αιμοδοσίας.
Μιας σταθερότητας που ως κράτος και πολίτες οφείλουμε σε όλους και ιδιαίτερα σε χρόνιους πάσχοντες και πολυμεταγγιζόμενους ασθενείς, οι οποίοι όχι μόνο επηρεάζονται στον μέγιστο βαθμό από τις ελλείψεις, αλλά αγωνιούν διαρκώς για την ίδια τους τη ζωή.